Η υπεράσπιση του δικαιώματος στη δουλειά περνά μέσα από λειτουργικές καταλήψεις και γενική πολιτική απεργία.
Με πολιτική επιστράτευση επιχείρησε η κυβέρνηση των
δωσίλογων να σπάσει την απεργία στο Μετρό. Προηγήθηκε μια πρόστυχη εκστρατεία
δυσφήμισης των εργαζομένων που εμφανίζονταν ότι είναι προνομιούχοι και με
μισθούς που υπερβαίνουν τις 4 με 5 χιλιάδες μηνιαία. Μέχρι και ένα από τα πιο
γνωστά παπαγαλάκια της απάτης του χρηματιστηρίου την περίοδο 1999-2000, τον κ.
Κώνστα, ο οποίος τώρα εργάζεται ως εκπρόσωπος τύπου της εταιρείας-σκάνδαλο
εκποίησης δημόσιας περιουσίας ΤΑΙΠΕΔ, ξέθαψαν για να ισχυριστεί ότι οι
εργαζόμενοι στο Μετρό αμείβονται με 85 χιλιάδες ετησίως! Το ψέμα σε
διατεταγμένη υπηρεσία.
Οι εργαζόμενοι στο Μετρό, αν και η εργασία τους είναι υψηλής
εξειδίκευσης, δεν αμείβονται καλύτερα από την μεγάλη πλειοψηφία των υπολοίπων
σε κλάδους με αντίστοιχη υψηλή εξειδίκευση. Ας το δούμε συγκεκριμένα. Τον Μάιο
2011 με βάση τα επίσημα διαθέσιμα στοιχεία η αμοιβή και τα έξοδα προσωπικού ανά
εργαζόμενο ήταν κατά μέσο όρο 3.100 ευρώ μικτά. Τον ίδιο μήνα η μέση αμοιβή και
τα έξοδα προσωπικού ανά εργαζόμενο συνολικά στις συγκοινωνίες...
(ΑΜΕΛ, ΗΣΑΠ,
ΤΡΑΜ, ΕΘΕΛ, ΗΛΠΑΠ, ΟΑΣΑ) ανέρχονταν στα 3.250 ευρώ μικτά. Τον Μάιο του 2010 οι
εργαζόμενοι στο Μετρό εισέπρατταν 3.400 ευρώ μικτά ανά εργαζόμενο. Ενώ οι
εργαζόμενοι στις συγκοινωνίες τον ίδιο μήνα εισέπρατταν 3.250 ευρώ μικτά ανά
εργαζόμενο. Στον χρόνο από τον Μάιο του 2010 έως και τον Μάιο του 2010 το
κονδύλι «αμοιβές και έξοδα προσωπικού» στο Μετρό υπέστη μείωση κατά 22% λόγω
της κατά 9% μείωσης της ανά εργαζόμενο μικτής αμοιβής, αλλά και λόγω της
μείωσης του προσωπικού κατά 15%. Την ίδια περίοδο τα έσοδα της εταιρείας
αυξήθηκαν κατά 19%, ενώ το οικονομικό αποτέλεσμα διαμορφώθηκε θετικά στα 1,6
δις ευρώ προ επιχορηγήσεων. Δηλαδή η εταιρεία είχε απόδοση επί του τζίρου της
σχεδόν 20%.
Συγκριτικά θα μπορούσαμε να σημειώσουμε πώς το 2ο τρίμηνο
του 2011 η αμοιβή εξαρτημένης εργασίας ανά εργαζόμενο στο σύνολο της οικονομίας
ανερχόταν ανά μήνα στα 2.400 μικτά. Ενώ το 2ο τρίμηνο του 2010 η αμοιβή
εξαρτημένης εργασίας ανά εργαζόμενο στο σύνολο της οικονομίας ανερχόταν ανά
μήνα στα 2.300 μικτά. Πάντα σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία. Η διαφορά που
σημειώνεται δικαιολογεί να χαρακτηρίσει κάποιος τους εργαζόμενους στο Μετρό και
στις συγκοινωνίες ως υψηλόμισθους; Όχι βέβαια. Αν σκεφτεί κανείς ότι οι βασικές
καταναλωτικές δαπάνες ενός μέσου νοικοκυριού στην Ελλάδα ανέρχονταν σε 3.200
ευρώ ανά μήνα το 2011, ενώ το 2010 ανέρχονταν σε λίγο πάνω από 3.000 ευρώ, τότε
μπορεί να κατανοήσει ότι οι αμοιβές που αναφέραμε δεν αρκούν ούτε καν για να
τις καλύψουν με επάρκεια. Για υψηλόμισθους, ρετιρέ και προνομιούχους
εργαζόμενους μπορούν να μιλούν μόνο οι δωσίλογοι, οι μαυραγορίτες της
δημοσιογραφίας και όσοι είναι στον νου και στην ψυχή ψωρομανώληδες, ή
μπατηριτζιμπλάκιδες, όπως αποκαλούσε ο Αδαμάντιος Κοραής τα στρώματα εκείνα που
έχουν εκπέσει σε κατάσταση λούμπεν με συνείδηση «μωροψωρίλου», όπως χαρακτήριζε
ο μεγάλος Ψαθάς όποιον θέλει να δει τους πάντες στην κατάσταση της δική του
αθλιότητας.
Βέβαια το σκάνδαλο στο Μετρό δεν είναι οι μισθοί των
εργαζομένων, αλλά η τεράστια αιμορραγία από τις προμήθειες μιας και ελέγχονται
μονοπωλιακά από συγκεκριμένες εταιρείες, μεσάζοντες και προμηθευτές. Το Μετρό
αγοράζει σε προνομιακά υψηλές τιμές και σε ποσότητες που αποφασίζει η
προμηθεύτρια εταιρεία εκ Γερμανίας, ή εκ Γαλλίας ότι αναλώσιμο, ή ανταλλακτικό
χρειαστεί. Μια απλή ηλεκτρονική πλακέτα που ο οποιοσδήποτε ιδιώτης θα μπορούσε
να την προμηθευτεί από την εγχώρια αγορά σε άριστη ποιότητα σε τιμές που δεν
ξεπερνούν τα 50 ευρώ το κομμάτι, το Μετρό την αγοράζει από την Siemens πάνω από
1.000 ευρώ το κομμάτι και σε ποσότητα που υποδεικνύει ανάλογα με το συμφέρον
της η Γερμανική εταιρεία. Η τακτική λεηλασίας που ακολουθείται σε βάρος του
Μετρό, όπως και γενικά σε βάρος του δημόσιου τομέα γενικά, με διορισμένους
ημέτερους σε διοικήσεις, σε θέσεις συμβούλων, εργολάβων και προμηθευτών με
αμοιβές και λειτουργικά που ούτε οι μεγάλες πολυεθνικές δεν δαπανούν, καθώς και
με προϋπολογισμούς αναλωσίμων, υλικού και προμηθειών εξοπλισμού που θα έκανε
τον οποιονδήποτε να κοκκινίζει από οργή, ή από ντροπή, είναι κάτι για το οποίο
κανένας δεν μιλά από τους γνωστούς οργίλους δημοσιολόγους.
Οι επιχειρήσεις δημοσίου συμφέροντος δεν δημοσιοποιούν
οικονομικά δεδομένα, ούτε παρουσιάζουν αναλυτικά στοιχεία ισολογισμού και
οικονομικής διαχείρισης. Δεν υπάρχει κανενός είδους δημόσιος έλεγχος. Ίσα που
δημοσιεύουν έναν αναξιόπιστο ισολογισμό κι αυτό είναι όλο. Τα πάντα στο
σκοτάδι. Παντού στεγανά και γενικό μπάχαλο. Έτσι ώστε το κομματικό παρακράτος
μαζί με τα κυκλώματα των επιχειρηματικών συμφερόντων που αντιπροσωπεύει να
κάνουν τις αρπαχτές των δεκάδων δις στο παρασκήνιο κατακλέβοντας τα πάντα.
Βέβαια υπό την κάλυψη των υστερικών κραυγών κατά του «υπερμεγέθους δημόσιου
τομέα», του «τεμπέλη δημόσιου υπάλληλου» και των άλλων πολύ γνωστών κλισέ, που
μόνο η εκ φύσεως αδυναμία της ανθρώπινης επαφής, η οργασμική στέρηση και η
παραφροσύνη του αδελφάτου της «ελεύθερης αγοράς» μπορεί να δικαιολογήσει.
Δεν χρειάστηκαν λοιπόν πολλά για να μεταβληθεί μια απόλυτα
δίκαιη διεκδίκηση των εργαζομένων για Συλλογική Σύμβαση Εργασίας (ΣΣΕ) να
μεταβληθεί σε πόλεμο με την κυβέρνηση του τρικολόρ δωσιλογισμού. Κι επειδή στο
σωματείο των εργαζομένων του Μετρό οι κομματικοί μηχανισμοί καταστολής απέτυχαν
γιατί δεν μπόρεσαν να εκβιάσουν και να πειθαναγκάσουν τους συνδικαλιστές, όπως
κάνουν στα περισσότερα από τα σωματεία και κυρίως στα δευτεροβάθμια και στα
τριτοβάθμια, έπρεπε να δοθεί ένα μάθημα σιδερένιας πυγμής.
Το αίτημα των εργαζομένων είναι κάτι εξαιρετικά μετριοπαθές.
Να ισχύσει η ΣΣΕ καθ’ όλη την περίοδο της «μετενέργειας» και κατόπιν να
ξεκινήσει ο διάλογος για νέα ΣΣΕ. Τι πιο απλό. Όμως στην περίοδο που ζούμε
ακόμη και το πιο αυτονόητο έχει μετατραπεί σε casus beli για την κυβέρνηση. Η
χώρα, ο λαός και οι εργαζόμενοι πρέπει να υποχρεωθούν να επιβιώσουν σε συνθήκες
δουλοπαροικίας του χρέους και επομένως δεν μπορούν να έχουν δικαιώματα. Ούτε να
απαιτούν. Σήμερα ο εργαζόμενος μετατρέπεται σε ένα νέο είδους δουλοπάροικου,
που σε αντίθεση με τους παλιούς έχουν το τυπικό δικαίωμα της μετακίνησης, αλλά
δεν έχουν κανένα δικαίωμα πάνω στο προϊόν της δουλειάς τους. Ολόκληρο το προϊόν
και όχι μόνο το υπερπροϊόν που παράγουν δουλεύοντας ανήκει πια σ’ αυτούς που
κατέχουν το χρήμα και την εξουσία.
Ο σύγχρονος δουλοπάροικος δεν έχει δικαίωμα ούτε στον
καθορισμό της αμοιβής του. Ακόμη κι αυτή τελεί υπό την αίρεση της σύγχρονης
αριστοκρατίας του χρήματος και της εξουσίας. Οι ανάγκες, ακόμη και οι πιο
ζωτικές για την επιβίωση την δική του και της οικογένειάς του, δεν παίζουν
κανένα ρόλο στον καθορισμό της. Η αμοιβή δεν είναι παρά ένα μέσο για να
συντηρεί το χρέος του προς την αριστοκρατία. Ούτε με την γη είναι δεμένος αυτός
ο σύγχρονος δουλοπάροικος γιατί είναι υποχρεωμένος να μετακινείται όπου μπορεί
να βρει βιοπορισμό, ενώ η ίδια η γη και οι πόροι της έχουν μετατραπεί σε
εμπορεύσιμο είδος στις παγκόσμιες χρηματιστικές αγορές. Ο δουλοπάροικος αυτός
οφείλει να ζήσει σ’ έναν κόσμο όπου τίποτε δεν του ανήκει εκτός από το χρέος
προς την εξουσία και την αριστοκρατία του χρήματος. Ένα χρέος που είναι
υποχρεωμένος να σέρνει όπως οι παλιοί βαρυποινίτες στα κάτεργα ώστε να
στοιχειώνει την ζωή του πάντα η απειλή της κατάσχεσης και του πλειστηριασμού
από την εισπρακτική μηχανή του κράτους, ή των τραπεζών.
Να ποιος είναι ο νέος τύπος εργαζόμενου που επιδιώκει να
φτιάξει το καθεστώς. Εν πολλοίς μοιάζει με τον προλετάριο της αρχαίας Ρώμης,
ιδιαίτερα της περιόδου της αυτοκρατορίας. Δεν του ανήκει τίποτε. Ούτε καν η ζωή
του που κι αυτή την οφείλει στην ευαρέσκεια και την ανοχή της αριστοκρατίας, η
οποία φρόντιζε να εξασφαλίζει την πίστη και την αφοσίωσή του μέσα από τον
δανεισμό, μέσα από το χρέος. Η Ρωμαϊκή κοινωνία κατέρρευσε κάτω από το βάρος
των χρεών που φόρτωσε η αριστοκρατία της το κράτος και την κοινωνία της. Η
ιστορία έχει δείξει πώς η κοινωνίες που δεν ξέρουν, ή δεν μπορούν να σβήνουν τα
χρέη τους απελευθερώνοντας τους πληθυσμούς, ιδίως το πιο παραγωγικό του
κομμάτι, τελικά ακολουθεί μια περίοδος αποπληθωρισμού των χρεών δια της μαζικής
σφαγής. Η αυτοκρατορική Ρώμη το βίωσε με τους διαρκείς πολέμους Το ίδιο
συμβαίνει και σήμερα. Μόνο που σήμερα η βία των όπλων έχει σε μεγάλο βαθμό
αντικατασταθεί από την βία της κατάσχεσης, της δήμευσης και του πλειστηριασμού
οδηγώντας στη σφαγή το μεγαλύτερο μέρος του εργαζόμενου πληθυσμού.
Αυτός λοιπόν είναι ο βαθύτερος λόγος της σύγκρουσης. Έτσι ο
φερόμενος ως πρωθυπουργός κ. Σαμαράς κήρυξε χθες με μια λακωνική δήλωση τον
πόλεμο στους εργαζόμενους που αντιστέκονται: «Ο Ελληνικός Λαός έχει κάνει
θυσίες. Τεράστιες θυσίες. Και εξαιρέσεις δεν μπορώ να επιτρέψω. Άλλωστε, τα
Μέσα Μαζικής Μεταφοράς δεν ανήκουν στις συντεχνίες. Στο Λαό ανήκουν, που έχει
το δικαίωμα να τα χρησιμοποιεί και όχι να τον ταλαιπωρούν από το πρωί μέχρι το
βράδυ. Γι’ αυτό, ας το καταλάβουν όλοι: Τα λάθη του παρελθόντος δεν θα
ξαναγίνουν! Καθαρές κουβέντες!» Τι να πει κανείς. Τύφλα να ‘χει ο Παπαδόπουλος
με τα αποφασίζομεν και διατάσομεν. Θυσία είναι η προσπάθεια με σοβαρό προσωπικό
κόστος που υποβάλλεται κάποιος προκειμένου να πετύχει κάτι. Όποιος υποβάλλεται
σε θυσία, το κάνει πάντα εθελοντικά, με δική του επιλογή, γνωρίζοντας τις
συνέπειες. Ποιες λοιπόν θυσίες του λαού; Ποιος του ζήτησε να επιλέξει; Όσο γι’
αυτό «στο λαό ανήκουν» τα ΜΜΜ, τι να πεις. Ο δήθεν πρωθυπουργός της γενικής
εκποίησης του συνόλου της χώρας, των γενικευμένων αποκρατικοποιήσεων και
ιδιωτικοποιήσεων, τολμά να λέει ότι τα ΜΜΜ, που ο ίδιος και η κυβέρνησή του
έχει βγάλει στο σφυρί για να πουλήσει στον πρώτο τυχόντα τυχοδιώκτη που θα
λαδώσει αρκετά τα κομματικά ταμεία και θα έχει την έγκριση της τρόικας,
«ανήκουν στο λαό».
Η πολιτική επιστράτευση κηρύσσεται με βάση το Νομοθετικό
Διάταγμα 17/1974 Έκδοση: ΦΕΚ Α΄ 236/28.08-02.09.1974 «Περί Πολιτικής Σχεδιάσεως
Εκτάκτου Ανάγκης», το οποίο αναφέρει ότι κατάσταση εκτάκτου ανάγκης είναι κάθε αιφνίδια
κατάσταση προκαλούμενη είτε από φυσικά ή από άλλα γεγονότα ή από ανωμαλίες κάθε
φύσης και η οποία έχει ως αποτέλεσμα την παρακώλυση και τη διατάραξη της
οικονομικής και κοινωνικής ζωής της χώρας. Σε όσους καλούνται να προσφέρουν τις
υπηρεσίες τους διανέμονται «φύλλα πορείας» ή «φύλλα ατομικής προσκλήσεως
πολιτικής επιστράτευσης» και την ευθύνη για την παρακολούθηση της διαδικασίας
έχουν οι κατά τόπους Αρχές. Η άρνηση αποδοχής του «φύλλου πορείας» επισύρει
ποινικές ευθύνες, αλλά και διοικητικές ποινές. Στην περίπτωση αυτή κινείται
άμεσα η αυτόφωρη διαδικασία και με εισαγγελική παρέμβαση αυτός που αρνείται το
φύλλο πορείας συλλαμβάνεται και δικάζεται στο Αυτόφωρο.
Η χρήση από τις κυβερνήσεις αυτού του Ν.Δ. από την εποχή που
εκδόθηκε μέχρι σήμερα είχε σαν κύριο στόχο την καταπάτηση του δικαιώματος της
απεργίας. Στηρίχθηκε στις διατάξεις του Συντάγματος του 1952, το οποίο
αντικαταστάθηκε από το Σύνταγμα του 1975, το οποίο μάλιστα ψηφίστηκε μετά το
συγκεκριμένο Ν.Δ.. Παρ’ όλα αυτά οι κυβερνήσεις της μεταπολίτευσης παραβιάζουν
τον νόμο και το σύνταγμα συστηματικά προκειμένου να καταστείλουν εργατικές
κινητοποιήσεις και απεργίες. Από την δεκαετία του ’70 ήταν πάνδημο και
πανδημοκρατικό αίτημα η κατάργηση του εν λόγω Ν.Δ.. Κι αν η δικαιοσύνη στα
υψηλά της κλιμάκια σεβόταν τον ρόλο και τον όρκο της, είναι σίγουρο ότι η
έννομη τάξη της χώρας θα το είχε ξεφορτωθεί εδώ και πολλά χρόνια, στερώντας τις
κυβερνήσεις από ένα βάναυσο μέσο απολυταρχισμού.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι κατά καιρούς οι σημερινοί
λαμπροί εντολοδόχοι της τρόικας δεν είχαν υπερθεματίσει για την κατάργηση ή
έστω την τροποποίηση του Ν.Δ.. Έτσι όταν τον Φεβρουάριο του 2006 η κυβέρνηση Κ.
Καραμανλή χρησιμοποιεί για μια ακόμη φορά το Ν.Δ. για να επιστρατεύσει τους
ναυτεργάτες, την απεργία των οποίων δεν κατόρθωσε να βγάλει παράνομη ή
καταχρηστική ούτε καν το δικαστήριο, τα τρία κόμματα της τότε αντιπολίτευσης
(ΠΑΣΟΚ, ΣΥΝ, ΚΚΕ) καταθέτουν τις δικές τους προτάσεις κατάργησης ή τροποποίησης
του συγκεκριμένου Νομοθετικού Διατάγματος. Να τι έλεγε η πρόταση που κατέθεσε
τότε το ΠΑΣΟΚ. «Με το άρθρο 1 διευκρινίζεται ότι απεργία από μόνη της δεν
μπορεί να θεωρηθεί ότι συνιστά κατάσταση έκτακτης ανάγκης που να δικαιολογεί
την επίταξη προσωπικών υπηρεσιών, ακόμη κι αν κηρυχθεί παράνομη και
καταχρηστική από το Δικαστήριο. Κατά συνέπεια δεν μπορεί στην περίπτωση αυτή να
επιβληθεί ‘πολιτική επιστράτευση’ (επίταξη προσωπικών υπηρεσιών) στους
απεργούς.» Την πρόταση αυτή φέρεται να την σύνταξε ο μέγας και πολύς Ευ.
Βενιζέλος.
Όταν έγινε η συζήτηση στην Βουλή όπου και οι τρεις προτάσεις
απερρίφθησαν από την πλειοψηφούσα Νέα Δημοκρατία, οι εκπρόσωποι του ΠΑΣΟΚ
έδωσαν τα ρέστα τους. Ο κ. Λοβέρδος σε άρθρο του στο Έθνος της Κυριακής
(26/2/06) έγραφε: «Καμία κυβέρνηση έως τώρα δεν πήρε την πρωτοβουλία να
αντικαταστήσει το αντισυνταγματικό αυτό νομοθετικό διάταγμα. Από την άλλη
πλευρά, όμως, στην πολιτική επιστράτευση οι κυβερνήσεις καταφεύγουν αν όχι
συχνά, πάντως όχι και σπάνια. Οι πρωθυπουργοί Καραμανλής, Παπανδρέου,
Μητσοτάκης, Σημίτης και τώρα Καραμανλής μεταχειρίστηκαν το θεσμό της πολιτικής
επιστράτευσης και βολεύτηκαν με τη χρήση αυτού του Ν.Δ. δίχως να μπουν στην
πολιτική ταλαιπωρία να αγγίξουν το θέμα της αλλαγής του κατά τα συνταγματικά
δεδομένα. Έκαναν, όμως, πολύ κακώς. Γιατί ανθρώπινες ελευθερίες και δικαιώματα
διακυβεύονται κατά την εφαρμογή της πολιτικής επιστράτευσης. Περίπου το ίδιο
έγινε, από πλευράς καθυστέρησης, και με την κήρυξη της χώρας σε γενική
επιστράτευση (20 Ιουλίου 1974 με διάταγμα του δικτάτορα Γκιζίκη). Και αυτό το
διάταγμα καταργήθηκε μόλις τον Δεκέμβριο του 2002 από την κυβέρνηση Σημίτη
(Απόφαση Πρωθυπουργού 371/2002). Η αλλαγή, λοιπόν, του Ν.Δ. 17/1974 αποτελεί
προτεραιότητα και δεν πρέπει να αργήσει η ανάληψή της. Αντιθέτως, η διαιώνιση
της ύπαρξής του συνιστά μία μόνιμη ρωγμή στη δημοκρατική πολιτεία και το κράτος
δικαίου.»
Σήμερα, ο εμπνευστής και συντάκτης εκείνης της πρότασης του
ΠΑΣΟΚ, μέγας νομοδιδάσκαλος της Μεγάλης Στοάς των απατεώνων της πολιτικής κ.
Βενιζέλος, έχει άλλη άποψη. Ο πρόεδρος του ΠαΣοΚ κ. Βενιζέλος μιλώντας στην
ΚΟΕΣ δήλωσε για την επιστράτευση των απεργών του Μετρό ότι «ήταν μία
αναγκαστική λύση και ότι είναι απαράδεκτη η κινητοποίηση στα Μέσα μαζικής
Μεταφοράς», Επίσης τόνισε ότι «όσοι βάζουν τους εργαζόμενους σε αντίθεση με την
κοινωνία πλήτουν το συνδικαλιστικό κίνημα και ότι είναι απαράδεκτο και
αδιανόητο να δοκιμάζεται η κοινωνία υπό τέτοιες οικονομικές συνθήκες».
Ένας ακόμη από τους παλιούς ένθερμους θιασώτες της
κατάργησης του Ν.Δ. της επίταξης, ή πολιτικής επιστράτευσης ήταν και ο νυν
υπουργός δικαιοσύνης κ. Ρουπακιώτης. Να τι έγραφε στην Αυγή (24/2/2006): «Η
πολιτική επιστράτευση κηρύχθηκε με την επίκληση των άρθρων 22 και 112 του
Συντάγματος και του άρθρου 2 Ν.Δ. 171/1974. Το διάταγμα αυτό δεν έχει
καταργηθεί μέχρι σήμερα, αλλά δεν εφαρμόζεται σε περιπτώσεις όπως η απεργία των
ναυτεργατών και αυτό γιατί εκδόθηκε μετά την πτώση της δικτατορίας υπό την
ισχύν του Συντάγματος 1952 με βάση τη Συντακτική Πράξη 1.8.1974, με σκοπό να
αντιμετωπιστούν καταστάσεις μέγιστης ανάγκης της εποχής εκείνης, μεταξύ των
οποίων δεν περιλαμβάνεται η απεργία… Και μόνη η ανάγνωση του άρθρου αυτού
πείθει ότι δεν προβλέπεται η απεργία ως αιτία διατάραξης της οικονομικής και
κοινωνικής ζωής, όπως επικαλείται η κυβέρνηση, ώστε να δικαιολογεί τη λήψη της
απόφασης αυτής.» Τώρα που είναι υπουργός και μάλιστα δικαιοσύνης μην τον
είδατε, μην τον απαντήσατε το λεβέντη τον Ρουπακιώτη.
Στην συζήτηση που προαναφερθήκαμε για το Ν.Δ. το 2006 είχε
καταθέσει πρόταση τροποποίησής του και ο ΣΥΝ. Ποιος νομίζετε ότι ήταν εκείνος
που είχε αναλάβει να εισηγηθεί την πρόταση αυτή στο κοινοβούλιο; Ο Βενιζέλος
του ΣΥΝ, δηλαδή ο Φώτης Κουβέλης. Αφού περιπλανήθηκε στην αγόρευσή του επί
μακρόν ως εισηγητής στον παράνομο και αντισυνταγματικό χαρακτήρα του
Νομοθετικού Διατάγματος, κατέληξε: «Σας ερωτώ καλόπιστα, σε όποια πτέρυγα της
Βουλής και εάν ανήκετε, το εξής: Είναι δυνατόν να γίνεται επίκληση του ν.δ.
17/1974, που αφορά πόλεμο, που αφορά έκτακτες συνθήκες που συνδέονται και
αναφέρονται στην εθνική άμυνα, προκειμένου να ελεγχθεί, να χειραγωγηθεί και εν
τέλει να υπονομευτεί το δικαίωμα στην απεργία;… Κύριε Υφυπουργέ, η εμμονή σας
στο να υπερασπίζεστε την εσφαλμένη, την αντιδημοκρατική, την απαράδεκτη
ερμηνεία του ν.δ. 17/1974 μαρτυρά την εμμονή σας σ’ έναν βαθύτατο συντηρητισμό
και σε μια περιφρόνηση στο συνταγματικά αναγνωρισμένο και ιερό δικαίωμα της
απεργίας.»
Που πήγε σήμερα το συνταγματικά αναγνωρισμένο και ιερό
δικαίωμα της απεργίας; Να τι δήλωσε η ΔΗΜΑΡ, δηλαδή το κόμμα του κ. Κουβέλη: «Η
επίταξη συνιστά ακραία επιλογή διαχείρισης της κρίσης και δεν βρίσκει σύμφωνη
τη Δημοκρατική Αριστερά. Σε μια περίοδο που η κοινωνία πιέζεται αφόρητα, αυτό
που χρειάζεται είναι η εξάντληση κάθε δυνατότητας για συνεννοήσεις. Οι
αδιαλλαξίες από κάθε πλευρά δεν διευκόλυναν την ανεύρεση λύσεων.» Προσέξτε. Η
αντιδημοκρατική και βαθύτατα συντηρητική, όπως έλεγε παλιότερα ο ίδιος ο κ.
Κουβέλης, πάταξη του ιερού δικαιώματος της απεργίας, έγινε σήμερα «ακραία
επιλογή διαχείρισης της κρίσης». Με άλλα λόγια έχουμε πρόβλημα διαχείρησης
κρίσης και όχι αναμέτρηση με το ιερό δικαίωμα της απεργίας των εργαζομένων. Και
γι’ αυτή την κρίση ποιος ευθύνεται; Η «αδιαλλαξίες από κάθε πλευρά». Θαυμάστε
λογική. Αυτός που καταπατά την δημοκρατία μπαίνει στο ίδιο τσουβάλι μ’ αυτόν
που υπερασπίζεται τα δικαιώματά του. Τα ΜΑΤ στο ίδιο σακί με τους απεργούς. Ο
θύτης είναι το ίδιο αδιάλλακτος με το θύμα του. Να πώς ξέρει να διαφωνεί η
ΔΗΜΑΡ αποδεχόμενη τον πόλεμο που έχει κηρύξει το καθεστώς εναντίον των
εργαζομένων. Και μόνο το γεγονός ότι μιλά για «διαχείριση κρίσης» όταν έχουμε
απεργία και εργατική διαμαρτυρία, αποδεικνύει πόσο βαθιά έχει εμποτιστεί με την
φασιστική ιδεολογία και πρακτική του σημερινού καθεστώτος.
Θα πρέπει να καταλάβουμε όλοι μας επιτέλους κάτι εντελώς
οφθαλμοφανές. Δεν μπορείς να διαμαρτύρεσαι, ούτε μπορείς να βάλεις μυαλό σε
κάποιον που έχει αποφασίσει να σε εξοντώσει. Οι παραδοσιακές συνδικαλιστικές
τακτικές δεν μπορούν να αποδώσουν σήμερα. Η απεργία δεν λέει τίποτε όταν ο
αντίπαλος δεν αναγνωρίζει κανένα όριο νομιμότητας και είναι αποφασισμένος να
διαλύσει τα πάντα. Ο μόνος τρόπος είναι να πάρουν οι ίδιοι οι εργαζόμενοι την
υπόθεση στα χέρια τους. Δεν έχουν νόημα πια απεργίες διαμαρτυρίας και
διεκδίκησης. Απέναντι σ’ αυτό το καθεστώς μόνο κινητοποιήσεις με ξεκάθαρο
πολιτικό στόχο έχουν νόημα. Αν δεν πάρουν οι εργαζόμενοι στα χέρια τους στους
συρμούς του Μετρό, το τραμ, τις συγκοινωνίες γενικότερα για να τους
λειτουργήσουν υπέρ του λαού με χαμηλότερο εισιτήριο, ή χωρίς καθόλου εισιτήριο,
δεν θα μπορέσουν να υπερασπιστούν ούτε τη δουλειά τους, ούτε το μισθό τους,
ούτε καν την θέση τους.
Το ίδιο πρέπει να κάνουν και οι εργαζόμενοι στη ΔΕΗ, στην
ΕΥΔΑΠ και αλλού. Πρέπει να οργανωθεί ένα τεράστιο κίνημα λειτουργικών
καταλήψεων στο δημόσιο τομέα με σκοπό να πέσει η κυβέρνηση και να σταματήσει η
κρεατομηχανή. Αυτό το κίνημα μπορεί να οργανωθεί μαζί με όποιες συνδικαλιστικές
ηγεσίες τιμούν την εμπιστοσύνη των εργαζομένων που εκπροσωπούν, παρά και
ενάντια σε όποιες λειτουργούν ως το μακρύ χέρι των κομματικών τους μηχανισμών.
Πρέπει να δημιουργηθούν συντονιστικά αγώνα από τους ίδιους τους εργαζόμενους
που θα καταλάβουν και θα βάλουν σε λειτουργία αμαξοστάσια, συνεργεία, υπηρεσίες
και μηχανισμούς του δημοσίου με σκοπό να υπερασπιστούν τον δημόσιο χαρακτήρα
τους, αλλά και για να ανατρέψουν το σημερινό καθεστώς. Άλλος δρόμος δεν
υπάρχει, παρά μόνο εκείνος που οδηγεί στο σφαγείο.
Δημοσιεύτηκε Στο Χωνί, 27/1/2013.