Το αυγό του φιδιού που έσκασε μπορεί να είναι ντόπιο αλλά ο «εκκολαπτήρας» είναι …διεθνών προδιαγραφών και ο χρόνος, το «timing» της εκκόλαψης, υπαγορεύεται από την αντίδραση σκοτεινών κέντρων μπροστά στον «κίνδυνο» να προκύψει στις 17/6 Eλληνική Kυβέρνηση άξια επιτέλους του ονόματός της, κυβέρνηση με πλατιά λαϊκή στήριξη που θα εκφράσει πανηγυρικά την απόρριψη της ακολουθούμενης γενοκτονικής πολιτικής και των υπηρετών της, κυβέρνηση που θα ακολουθήσει μια ριζικά διαφορετική πολιτική εθνικής και κοινωνικής σωτηρίας και ανασυγκρότησης.
Στις 17 Ιουνίου δεν διακυβεύεται μόνο το μέλλον της Ελλάδας. Στην πιο κρίσιμη ίσως εκλογική αναμέτρηση από το 1946 κρίνεται, για άλλη μια φορά εδώ, το μέλλον της Ευρώπης, δηλαδή του κόσμου. Τότε, δυστυχώς, η αποχή του ΚΚΕ σφράγισε την πορεία της Χώρας προς τον Εμφύλιο και εγκαινίασε τον Ψυχρό Πόλεμο και την διαίρεση της Ευρώπης. Σήμερα, για πρώτη φορά, υπό συνθήκες κατάρρευσης του δικομματικού πολιτικού συστήματος και συνολικού στρατηγικού αδιεξόδου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ολόκληρης της Δύσης, κόμμα της ελληνικής Αριστεράς διεκδικεί δημοκρατικά την κυβερνητική εξουσία μέσω εκλογών.
Ως «αδύνατος κρίκος» του παγκόσμιου συστήματος, η Ελλάδα έχει σήμερα, λόγω της νέας προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία, το «προνόμιο» να κρίνει, σε μεγάλο βαθμό, αν θα παραταθεί το αδιέξοδο, συσσωρεύοντας και παροξύνοντας τις ήδη εκρηκτικές εντάσεις του συστήματος ή αν μια δική μας πολιτική στροφή θα αποτελέσει τον καταλύτη μιας δημοκρατικής και κοινωνικής διεξόδου για την Ευρώπη και τον κόσμο.
Το δίλημμα των εκλογών είναι πλέον ξεκάθαρο: συνέχιση της ολέθριας «μνημονιακής» πολιτικής που βυθίζει την οικονομία στην ύφεση, εξαθλιώνει τον Ελληνικό Λαό και παραδίδει τη Χώρα (την εθνική κυριαρχία, τη δημοκρατία, τη δημόσια περιουσία) στην κατοχή της Τρόϊκα και των μεγάλων αφεντικών της ή κυβέρνηση εθνικής αντίστασης, εθνικής ανασυγκρότησης, εθνικής αναγέννησης;
Αν όμως το πρώτο σκέλος του διλήμματος είναι τόσο σαφές όσο και απεχθές και αδιέξοδο, το δεύτερο παραμένει ακόμη ασαφές και αβέβαιο. Ενώ από τη μια πλευρά έχουμε τα κόμματα της υποτέλειας και της διαφθοράς, που οδήγησαν τη Χώρα στη χρεωκοπία -πρώτα ηθική και πολιτική και μετά οικονομική- και είναι έτοιμα να (ξανα)συνεργαστούν για να παραμείνουν στην εξουσία και να συνεχίσουν το καταστροφικό τους «έργο», από την άλλη έχουμε ένα «αντιστασιακό μωσαϊκό» κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που δεν έχει αξιωθεί να συγκροτήσει ενιαίο Μέτωπο και ούτε διαφαίνεται σαφής προοπτική μετεκλογικών συνεργασιών, οπότε εύλογα πολλοί ανησυχούν και φοβούνται την ακυβερνησία και το χάος.
Η κατάσταση επιδεινώνεται από τη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ περί «κυβέρνησης της Αριστεράς», που μπορεί ίσως να εξυπηρετεί την άσκηση πίεσης στο ΚΚΕ και την ΔΗΜΑΡ αλλά ταυτόχρονα συσπειρώνει τη Δεξιά και δεν πείθει όσους πιστεύουν ότι το μέγεθος και η οξύτητα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Χώρα απαιτούν κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας, όχι βέβαια με την έννοια ενός «οικουμενικού αχταρμά», όπου θα συμμετείχαν τα κόμματα του μνημονίου, αλλά κυβέρνηση ικανή να εκφράσει το Έθνος και να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας του Ελληνικού Λαού, κυβέρνηση δημοκρατική και πατριωτική, συγκροτούμενη απ’ όλο το ιδεολογικο-πολιτικό φάσμα, υπερβαίνοντας δηλαδή τη διαίρεση «αριστερά-δεξιά», κυβέρνηση ικανή να ενώσει τον Ελληνικό Λαό ώστε να αντιμετωπίσουμε επιτυχώς τις συνθήκες έκτακτης ανάγκης που ζούμε και να θέσουμε τα θεμέλια μιας νέας, γνήσιας αυτή τη φορά, Μεταπολίτευσης, μιας νέας περιόδου ανάπτυξης και αναγέννησης της Πατρίδας μας.
Χωρίς αυτή τη στόχευση και προοπτική, βρίσκει έδαφος η κινδυνολογία περί αστάθειας, απειλής εξόδου της Χώρας από το Ευρώ, δέσμευσης καταθέσεων κλπ, κινδυνολογία που εκπορεύεται από διάφορα κέντρα, ατλαντικά και ευρωπαϊκά, υπηρετώντας διαφορετικές ενδεχομένως σκοπιμότητες, που συμπίπτουν όμως στην κοινή επιδίωξη της διάσωσης του πολιτικού συστήματος και του πολιτικού προσωπικού που υπηρετεί με συνέπεια, αν όχι με αξιοπρέπεια ή και επάρκεια, τα συμφέροντά τους.
Έτσι, ενώ από τη μια πλευρά το σύστημα συσπειρώνεται και «παίζει τα ρέστα του», δίνοντας αγώνα επιβίωσης και καταφεύγοντας σε όλα τα μέσα προκειμένου να διασωθεί, από την άλλη οι δημοκρατικές πατριωτικές δυνάμεις παραμένουν κατακερματισμένες και αλληλοϋποβλεπόμενες, με ορατό το ενδεχόμενο να προκύψει , χάρη στον καλπονοθευτικό εκλογικό νόμο, κυβέρνηση ισχνής μνημονιακής πλειοψηφίας στη Βουλή απέναντι σε ισχυρή αντιμνημονιακή πλειοψηφία στο Λαό, καταστροφική δηλαδή παράταση του αδιεξόδου που ζούμε.
Είναι απορίας άξιον γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ, με δεδομένες τόσο την αρνητική στάση των ΚΚΕ και ΔΗΜΑΡ απέναντι στην προοπτική μετεκλογικής των συνεργασίας όσο και την μειοψηφική καταγραφή της Αριστεράς στις δημοσκοπήσεις, επιμένει στη λογική της «κυβέρνησης της Αριστεράς» αντί να προβάλλει τον στόχο του Μετώπου των αντιμνημονιακών δυνάμεων που και πλειοψηφία στο Λαό διαθέτει και προοπτική εξουσίας δίνει. Αν πραγματικά επιδιώκει την κυβερνητική εξουσία και όχι απλά την ανάδειξή του σε ηγεμόνα της Αριστεράς και σε Αξιωματική Αντιπολίτευση, τότε ο ασφαλέστερός του σύμμαχος είναι οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, που αποτελούν ταυτόχρονα τον πιο επικίνδυνο αντίπαλο της Νέας Δημοκρατίας. Προβάλλοντας όμως την ιδέα της «κυβέρνησης της Αριστεράς», ο ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά αγνοεί –«σνομπάρει» δηλαδή- τους Ανεξάρτητους Έλληνες εγείροντας ερωτηματικά ως προς τις πραγματικές του προθέσεις σχετικά με την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας.
Υπό κανονικές συνθήκες μια στρατηγική «πολέμου κατάληψης θέσεων», της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης εν προκειμένω, με προοπτική την αλλαγή των συσχετισμών και των πολιτικών στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, εν όψει μιας τελικής «εφόδου» για την κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, θα ήταν βέβαια θεμιτή, αλλά υπό συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, όπως αυτές που επικρατούν και με τα ρίσκα που αυτές συνεπάγονται για την ασφάλεια και την ευημερία της Χώρας, με ανύπαρκτα πλέον χρονικά περιθώρια και επιτακτική την ανάγκη να προκύψει άμεσα ισχυρή κυβέρνηση στηριγμένη σε ευρεία λαϊκή πλειοψηφία για να ανατάξει την οικονομία και να ανασυγκροτήσει την κοινωνία και την πολιτεία, το αίσθημα ευθύνης και ο πατριωτισμός υπαγορεύουν την πρόταξη του γενικού έναντι του κομματικού συμφέροντος, την άμεση δηλαδή διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας.
Βεβαίως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι «έτοιμος» να αναλάβει από μόνος του το τιτάνιο έργο της διάσωσης της Χώρας. Αυτό είναι, σε τελευταία ανάλυση, υπόθεση του Ελληνικού Λαού. Η κατάρρευση όμως του πολιτικού συστήματος που επέφερε η πολιτική των μνημονίων και η νουνεχής, συνεπής, αγωνιστική, και ενωτική πολιτική που ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια του έδωσαν δικαιωματικά τον πρώτο λόγο, άρα και την πρώτη ευθύνη. Τον δεύτερο λόγο τον έχουν οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, το κόμμα που κατ’ εξοχήν εκφράζει τους «αγανακτισμένους» που έγιναν «αποφασισμένοι» και του οποίου το πρόγραμμα συμπληρώνει σε πολλά σημεία εκείνο του ΣΥΡΙΖΑ.
Αν δεν έχει γεννηθεί ακόμα το πολυπόθητο Μέτωπο σωτηρίας του Λαού και αναγέννησης της Χώρας, διακρίνονται πάντως ήδη οι δύο δυνάμει «πόλοι» του: ο «αριστερός/ταξικός» πόλος του ΣΥΡΙΖΑ και ο «δεξιός/εθνικός» πόλος των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Εφ’ όσον η ετυμηγορία του Ελληνικού Λαού τους αναγκάσει να συνεργαστούν, θα γεννηθεί επιτέλους -ως «μαγνητικό πέταλο»- το Μέτωπο που κυοφορείται χρόνια τώρα και αναπτύσσεται μέσα από τους αγώνες του Λαού για ΨΩΜΙ – ΠΑΙΔΕΙΑ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!
Αμήν!
Γιάννης Μαύρος
12/6/2012
Στις 17 Ιουνίου δεν διακυβεύεται μόνο το μέλλον της Ελλάδας. Στην πιο κρίσιμη ίσως εκλογική αναμέτρηση από το 1946 κρίνεται, για άλλη μια φορά εδώ, το μέλλον της Ευρώπης, δηλαδή του κόσμου. Τότε, δυστυχώς, η αποχή του ΚΚΕ σφράγισε την πορεία της Χώρας προς τον Εμφύλιο και εγκαινίασε τον Ψυχρό Πόλεμο και την διαίρεση της Ευρώπης. Σήμερα, για πρώτη φορά, υπό συνθήκες κατάρρευσης του δικομματικού πολιτικού συστήματος και συνολικού στρατηγικού αδιεξόδου της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ολόκληρης της Δύσης, κόμμα της ελληνικής Αριστεράς διεκδικεί δημοκρατικά την κυβερνητική εξουσία μέσω εκλογών.
Ως «αδύνατος κρίκος» του παγκόσμιου συστήματος, η Ελλάδα έχει σήμερα, λόγω της νέας προσφυγής στη λαϊκή ετυμηγορία, το «προνόμιο» να κρίνει, σε μεγάλο βαθμό, αν θα παραταθεί το αδιέξοδο, συσσωρεύοντας και παροξύνοντας τις ήδη εκρηκτικές εντάσεις του συστήματος ή αν μια δική μας πολιτική στροφή θα αποτελέσει τον καταλύτη μιας δημοκρατικής και κοινωνικής διεξόδου για την Ευρώπη και τον κόσμο.
Το δίλημμα των εκλογών είναι πλέον ξεκάθαρο: συνέχιση της ολέθριας «μνημονιακής» πολιτικής που βυθίζει την οικονομία στην ύφεση, εξαθλιώνει τον Ελληνικό Λαό και παραδίδει τη Χώρα (την εθνική κυριαρχία, τη δημοκρατία, τη δημόσια περιουσία) στην κατοχή της Τρόϊκα και των μεγάλων αφεντικών της ή κυβέρνηση εθνικής αντίστασης, εθνικής ανασυγκρότησης, εθνικής αναγέννησης;
Αν όμως το πρώτο σκέλος του διλήμματος είναι τόσο σαφές όσο και απεχθές και αδιέξοδο, το δεύτερο παραμένει ακόμη ασαφές και αβέβαιο. Ενώ από τη μια πλευρά έχουμε τα κόμματα της υποτέλειας και της διαφθοράς, που οδήγησαν τη Χώρα στη χρεωκοπία -πρώτα ηθική και πολιτική και μετά οικονομική- και είναι έτοιμα να (ξανα)συνεργαστούν για να παραμείνουν στην εξουσία και να συνεχίσουν το καταστροφικό τους «έργο», από την άλλη έχουμε ένα «αντιστασιακό μωσαϊκό» κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων που δεν έχει αξιωθεί να συγκροτήσει ενιαίο Μέτωπο και ούτε διαφαίνεται σαφής προοπτική μετεκλογικών συνεργασιών, οπότε εύλογα πολλοί ανησυχούν και φοβούνται την ακυβερνησία και το χάος.
Η κατάσταση επιδεινώνεται από τη ρητορική του ΣΥΡΙΖΑ περί «κυβέρνησης της Αριστεράς», που μπορεί ίσως να εξυπηρετεί την άσκηση πίεσης στο ΚΚΕ και την ΔΗΜΑΡ αλλά ταυτόχρονα συσπειρώνει τη Δεξιά και δεν πείθει όσους πιστεύουν ότι το μέγεθος και η οξύτητα των προβλημάτων που αντιμετωπίζει η Χώρα απαιτούν κυβέρνηση εθνικής σωτηρίας, όχι βέβαια με την έννοια ενός «οικουμενικού αχταρμά», όπου θα συμμετείχαν τα κόμματα του μνημονίου, αλλά κυβέρνηση ικανή να εκφράσει το Έθνος και να υπερασπιστεί τα συμφέροντα της μεγάλης πλειοψηφίας του Ελληνικού Λαού, κυβέρνηση δημοκρατική και πατριωτική, συγκροτούμενη απ’ όλο το ιδεολογικο-πολιτικό φάσμα, υπερβαίνοντας δηλαδή τη διαίρεση «αριστερά-δεξιά», κυβέρνηση ικανή να ενώσει τον Ελληνικό Λαό ώστε να αντιμετωπίσουμε επιτυχώς τις συνθήκες έκτακτης ανάγκης που ζούμε και να θέσουμε τα θεμέλια μιας νέας, γνήσιας αυτή τη φορά, Μεταπολίτευσης, μιας νέας περιόδου ανάπτυξης και αναγέννησης της Πατρίδας μας.
Χωρίς αυτή τη στόχευση και προοπτική, βρίσκει έδαφος η κινδυνολογία περί αστάθειας, απειλής εξόδου της Χώρας από το Ευρώ, δέσμευσης καταθέσεων κλπ, κινδυνολογία που εκπορεύεται από διάφορα κέντρα, ατλαντικά και ευρωπαϊκά, υπηρετώντας διαφορετικές ενδεχομένως σκοπιμότητες, που συμπίπτουν όμως στην κοινή επιδίωξη της διάσωσης του πολιτικού συστήματος και του πολιτικού προσωπικού που υπηρετεί με συνέπεια, αν όχι με αξιοπρέπεια ή και επάρκεια, τα συμφέροντά τους.
Έτσι, ενώ από τη μια πλευρά το σύστημα συσπειρώνεται και «παίζει τα ρέστα του», δίνοντας αγώνα επιβίωσης και καταφεύγοντας σε όλα τα μέσα προκειμένου να διασωθεί, από την άλλη οι δημοκρατικές πατριωτικές δυνάμεις παραμένουν κατακερματισμένες και αλληλοϋποβλεπόμενες, με ορατό το ενδεχόμενο να προκύψει , χάρη στον καλπονοθευτικό εκλογικό νόμο, κυβέρνηση ισχνής μνημονιακής πλειοψηφίας στη Βουλή απέναντι σε ισχυρή αντιμνημονιακή πλειοψηφία στο Λαό, καταστροφική δηλαδή παράταση του αδιεξόδου που ζούμε.
Είναι απορίας άξιον γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ, με δεδομένες τόσο την αρνητική στάση των ΚΚΕ και ΔΗΜΑΡ απέναντι στην προοπτική μετεκλογικής των συνεργασίας όσο και την μειοψηφική καταγραφή της Αριστεράς στις δημοσκοπήσεις, επιμένει στη λογική της «κυβέρνησης της Αριστεράς» αντί να προβάλλει τον στόχο του Μετώπου των αντιμνημονιακών δυνάμεων που και πλειοψηφία στο Λαό διαθέτει και προοπτική εξουσίας δίνει. Αν πραγματικά επιδιώκει την κυβερνητική εξουσία και όχι απλά την ανάδειξή του σε ηγεμόνα της Αριστεράς και σε Αξιωματική Αντιπολίτευση, τότε ο ασφαλέστερός του σύμμαχος είναι οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, που αποτελούν ταυτόχρονα τον πιο επικίνδυνο αντίπαλο της Νέας Δημοκρατίας. Προβάλλοντας όμως την ιδέα της «κυβέρνησης της Αριστεράς», ο ΣΥΡΙΖΑ ουσιαστικά αγνοεί –«σνομπάρει» δηλαδή- τους Ανεξάρτητους Έλληνες εγείροντας ερωτηματικά ως προς τις πραγματικές του προθέσεις σχετικά με την ανάληψη της κυβερνητικής εξουσίας.
Υπό κανονικές συνθήκες μια στρατηγική «πολέμου κατάληψης θέσεων», της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης εν προκειμένω, με προοπτική την αλλαγή των συσχετισμών και των πολιτικών στον ευρύτερο χώρο της Αριστεράς, εν όψει μιας τελικής «εφόδου» για την κατάληψη της κυβερνητικής εξουσίας, θα ήταν βέβαια θεμιτή, αλλά υπό συνθήκες εκτάκτου ανάγκης, όπως αυτές που επικρατούν και με τα ρίσκα που αυτές συνεπάγονται για την ασφάλεια και την ευημερία της Χώρας, με ανύπαρκτα πλέον χρονικά περιθώρια και επιτακτική την ανάγκη να προκύψει άμεσα ισχυρή κυβέρνηση στηριγμένη σε ευρεία λαϊκή πλειοψηφία για να ανατάξει την οικονομία και να ανασυγκροτήσει την κοινωνία και την πολιτεία, το αίσθημα ευθύνης και ο πατριωτισμός υπαγορεύουν την πρόταξη του γενικού έναντι του κομματικού συμφέροντος, την άμεση δηλαδή διεκδίκηση της κυβερνητικής εξουσίας.
Βεβαίως ο ΣΥΡΙΖΑ δεν είναι «έτοιμος» να αναλάβει από μόνος του το τιτάνιο έργο της διάσωσης της Χώρας. Αυτό είναι, σε τελευταία ανάλυση, υπόθεση του Ελληνικού Λαού. Η κατάρρευση όμως του πολιτικού συστήματος που επέφερε η πολιτική των μνημονίων και η νουνεχής, συνεπής, αγωνιστική, και ενωτική πολιτική που ακολούθησε ο ΣΥΡΙΖΑ τα τελευταία χρόνια του έδωσαν δικαιωματικά τον πρώτο λόγο, άρα και την πρώτη ευθύνη. Τον δεύτερο λόγο τον έχουν οι Ανεξάρτητοι Έλληνες, το κόμμα που κατ’ εξοχήν εκφράζει τους «αγανακτισμένους» που έγιναν «αποφασισμένοι» και του οποίου το πρόγραμμα συμπληρώνει σε πολλά σημεία εκείνο του ΣΥΡΙΖΑ.
Αν δεν έχει γεννηθεί ακόμα το πολυπόθητο Μέτωπο σωτηρίας του Λαού και αναγέννησης της Χώρας, διακρίνονται πάντως ήδη οι δύο δυνάμει «πόλοι» του: ο «αριστερός/ταξικός» πόλος του ΣΥΡΙΖΑ και ο «δεξιός/εθνικός» πόλος των Ανεξάρτητων Ελλήνων. Εφ’ όσον η ετυμηγορία του Ελληνικού Λαού τους αναγκάσει να συνεργαστούν, θα γεννηθεί επιτέλους -ως «μαγνητικό πέταλο»- το Μέτωπο που κυοφορείται χρόνια τώρα και αναπτύσσεται μέσα από τους αγώνες του Λαού για ΨΩΜΙ – ΠΑΙΔΕΙΑ – ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ!
Αμήν!
Γιάννης Μαύρος
12/6/2012