Δευτέρα 9 Ιουλίου 2012


Το «λυκόφως της Ευρωζώνης»: Ξεκίνησε ο διάλογος για έξοδο της Γερμανίας από το ευρώ!


Το ενδεχόμενο εξόδου της Γερμανίας από την ευρωζώνη ξεκίνησε να συζητείται, εδράζεται σε ουσιαστικά επιχειρήματα και το σημαντικότερο είναι ότι δεν υπάρχει ουσιαστικός αντίλογος σε αυτά τα επιχειρήματα.
Σύμφωνα με σημερινό δημοσίευμα της Deutsche Welle, το τεράστιο κόστος της κρίσης σε συνάρτηση με τις υποχρεώσεις που αναλαμβάνει η Γερμανία έναντι των εταίρων της έχουν πείσει πλέον ότι η έξοδος του Βερολίνου από την ευρωζώνη δεν θα πρέπει να θεωρείται ταμπού, αλλά μια λογική κίνηση επιβίωσής της.
Το επιχείρημά είναι ότι για την κρίση δεν φταίει η υπερχρέωση των χωρών του Νότου, αλλά η γερμανική ανταγωνιστικότητα και η διεύρυνση της ψαλίδας βορρά-νότου που αυξάνει την οικονομική ανισορροπία. «Εάν καταρρεύσει το ευρώ και είμαστε μέσα, θα καταρρεύσει και η γερμανική οικονομία», υποστηρίζουν οι περισσότεροι οικονομολόγοι και μαζί τους συμφωνούν οι περισσότεροι Γερμανοί πολιτικοί.
Ένας από αυτούς είναι ο καθηγητής Μάνφρεντ Νόιμαν, που τολμά να διατυπώσει δημόσια την «αιρετική» του πρόταση: «Θα πρέπει να σκεφτούμε σε αυτή την κατεύθυνση, δηλαδή ότι δεν χωράμε στην ευρωζώνη».
Την καθοριστική διαφορά ως προς τις άλλες χώρες της ευρωζώνης εντοπίζει ο γερμανός οικονομολόγος, στην ισχυρή γερμανική βιομηχανία. Το μερίδιο της βιομηχανίας στο σύνολο της γερμανικής οικονομίας έχει διατηρηθεί εδώ και χρόνια στο 20%, τη στιγμή που στη Γαλλία δεν υπερβαίνει το 12%. Και ενώ η γερμανική παραγωγικότητα αυξάνεται διαρκώς, μειώνεται με γοργούς ρυθμούς η ανταγωνιστικότητα της ιταλικής βιομηχανίας εξαιτίας κυρίως της αύξησης του κόστους εργασίας. Και όπως υπογραμμίζει ο Μάνφρεντ Νόιμαν που δίδαξε νομισματική πολιτική στο πανεπιστήμιο της Βόννης: «Εάν συνεχίσουμε έτσι, το δικό μας νόμισμα θα χρειάζεται ανατίμηση και τα άλλα νομίσματα θα είναι εκτεθειμένα στις πιέσεις της υποτίμησης».
Τις απόψεις του γερμανού οικονομολόγου συμμερίζονται και πολλοί αμερικανοί συνάδελφοί του, όπως ο Κλάιντ Πρέστοβιτς, ο οποίος υποστηρίζει ότι το πρόβλημα της ευρωζώνης δεν είναι το χρέος και οι οικονομικές αδυναμίες των χωρών της ευρωπαϊκής περιφέρειας, αλλά η αυξανόμενη ανταγωνιστικότητα της γερμανικής οικονομίας.
Το γεγονός ότι η πολιτική διάσωσης των υπερχρεωμένων χωρών έχει αποτύχει οφείλεται στην πλάνη ότι οι υπόλοιπες χώρες της ευρωζώνης θα μπορούσαν μέσω των προγραμμάτων λιτότητας να γίνουν «πιο γερμανικές», εκτιμά ο αμερικανός καθηγητής.
Πάντως παρόμοιες σκέψεις για το ενδεχόμενο εξόδου της Γερμανίας από μια νομισματική κοινότητα είχαν διατυπωθεί και πριν από 20 χρόνια.
Τον Αύγουστο του 1993, το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα (ΕΝΣ), ο προπομπός της ΟΝΕ, βρέθηκε αντιμέτωπο με μια σκληρή δοκιμασία. Η γαλλική κεντρική τράπεζα είχε αναγκαστεί να διαθέσει το 50% των συναλλαγματικών της αποθεμάτων προκειμένου να στηρίξει το γαλλικό φράγκο. Άλλες 11 χώρες-μέλη του ΕΝΣ υποχρεώθηκαν τότε να επιτρέψουν διακυμάνσεις των νομισμάτων τους. Τότε το γερμανικό μάρκο έγινε το νομισματικό αγκυροβόλιο της Ευρώπης, ενώ τα άλλα νομίσματα υπέστησαν ισχυρές πιέσεις.
Στην κρίσιμη συνεδρίαση των υπουργών Οικονομικών και κεντρικών τραπεζιτών που ακολούθησε έγινε κάτι απροσδόκητο, θυμάται ο καθηγητής Νόιμαν: «Η Γαλλία πρότεινε να εγκαταλείψει η Γερμανία το Ευρωπαϊκό Νομισματικό Σύστημα, αφήνοντας άφωνους τους κεντρικούς τραπεζίτες». Την «παρτίδα» έσωσε ο ολλανδός κεντρικός τραπεζίτης λέγοντας ότι «εάν θα φύγει η Γερμανία θα φύγουμε και εμείς». Το ίδιο είπε και ο βέλγος ομόλογός του. «Όλα έδειχναν ότι οδηγούμασταν στη διάσπαση», λέει ο Μάνφρεντ Νόιμαν.
Τελικά τα πράγματα εξελίχθηκαν αλλιώς. Το πλαίσιο διακυμάνσεων των συναλλαγματικών ισοτιμιών διευρύνθηκε στο επταπλάσιο, κάτι που ισοδυναμούσε με την χρεοκοπία του ENΣ που κάπου εκεί ολοκλήρωσε τον «βίο» του.
«Το ίδιο θα συμβεί και με το ευρώ», υποστηρίζει ο Γενς Έρχαρτ, από την ομώνυμη εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων. Σε σχετικό άρθρο του στην Handelsblatt προτείνει να εγκαταλείψει η Γερμανία την ευρωζώνη. Στην περίπτωση αυτή το ευρώ θα έμπαινε σε μια διαδικασία υποτίμησης, η οποία με τη σειρά της θα καθιστούσε πιο ανταγωνιστικές τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Στην αρχή αυτό θα προκαλούσε προβλήματα στη Γερμανία, που θα έπρεπε να επαναφέρει ένα ανατιμημένο μάρκο. Όμως η συνέχεια θα ήταν καλύτερη». Και όπως υποστηρίζει ο Κλάιντ Πρέστοβιτς, «Οι γερμανικές εξαγωγές θα μειωθούν και η ανεργία θα αυξηθεί για κάποιο διάστημα, αλλά οι επιπτώσεις αυτές δεν θα είναι τόσο δραματικές όσο η συνέχιση της βοήθειας προς την Ελλάδα».
Σε άρθρο του Βόλφγκανγκ Μούνσαου στους Financial Times υποστηρίζονται ακριβώς τα ίδια πράγματα: «Η πολιτική της διάσωσης του ευρώ έχει περάσει ένα σημαντικό όριο στη Γερμανία. Μια στενή πλειοψηφία εξακολουθεί να είναι υπέρ του ευρώ, αλλά η πλειοψηφία είναι κατά των περαιτέρω διασώσεων. Μια ομάδα 160 οικονομολόγων, με επικεφαλής τον Hans-Werner Sinn, πρόεδρο του Ifo Ινστιτούτο Οικονομικών, την προηγούμενη εβδομάδα δημοσίευσε ένα μανιφέστο κατά της τραπεζικής ένωσης που συμφωνήθηκε στην Σύνοδο Κορυφής. Ήταν γεμάτο οργή​​, αλλά η σημασία αυτού του εγγράφου είναι ότι αντανακλά μια συναινετική άποψη.
Η απάντηση της Άνγκελα Μέρκελ ήταν αποκαλυπτική. Τους είπε ότι δεν υπάρχει τίποτα το ανησυχητικό. Η τραπεζική ένωση ήταν για την κοινή εποπτεία, είπε. Δεν θα υπάρξει κοινή ασφάλιση των τραπεζικών καταθέσεων. Έχει μια πολύ διαφορετική αντίληψη της ένωσης τραπεζών από αυτή της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Στην καλύτερη περίπτωση, περιμένω αυτή η νέα ένωση τραπεζών να καλύψει τις 25 μεγαλύτερες τράπεζες, και να αφήσει αυτές τις Cajas και των Landesbanken σε εθνικό έλεγχο. Αυτό είναι σαν ένας αλκοολικός να υπόσχεται ότι από εδώ και στο εξής θα πίνει μόνο τα καλύτερα κονιάκ.
Με τα επιτόκια στα δεκαετή κρατικά ομόλογα πάνω από 6%, ούτε η Ιταλία ούτε η Ισπανία μπορούν να διατηρήσουν τη συμμετοχή τους στην ευρωζώνη. Αυτό είναι που ο Μάριο Μόντι και ο Μαριάνο Ραχόι θα έπρεπε να καταστήσουν σαφές στην Άνγκελα Μέρκελ στη σύνοδο κορυφής. Θα έπρεπε να της είχαν πει ότι οι κυβερνήσεις τους θα κάνουν τις προετοιμασίες για την αποχώρηση τους από την ευρωζώνη, αν δεν υπάρξει καμία αλλαγή στην πολιτική.
Το ψήφισμα απαιτεί ένα ευρωομόλογο – ή κάποια άλλη μορφή αμοιβαιότητας του χρέους, τόσο στον δημόσιο όσο και στον ιδιωτικό τομέα, και τη δυνατότητα της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας να αγοράζει τα ομόλογα αυτά. Η Γερμανία δεν δέχεται το πρώτο. Η ΕΚΤ δεν δέχεται το τελευταίο.
Αν κάτι δεν είναι ούτε βιώσιμο ούτε διορθώνεται από μόνο του, υπάρχουν μόνο δύο μαθήματα δράσης. Η πρώτη είναι να περιμένουμε υπομονετικά έως ότου η κατάσταση καταρρεύσει. Αυτή είναι η στρατηγική που ακολουθείται από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο – και από τους αλκοολικούς. Η εναλλακτική λύση είναι να αρχίσουμε να κάνουμε προετοιμασίες – και να είμαστε προσεκτικοί για να μην προκληθεί κατάρρευση κατά τη διάρκεια της διαδικασίας».
Άρα μάλλον κάποιοι άλλοι θα προλάβουν να εξέλθουν της Ευρωζώνης πριν από την Ελλάδα. Βασικά, ο κίνδυνος που καταγράφεται είναι να … μείνει μόνο η Ελλάδα στην Ευρωζώνη!
Tμήμα ειδήσεων defencenet.gr
Πηγή: ON-NEWS