του Όθωνα Κουμαρέλλα
Σαν πρώτο γενικό συμπέρασμα, το αποτέλεσμα των
αυτοδιοικητικών εκλογών, όσο και κυρίως των ευρωεκλογών, αποτυπώνει με καθαρό
τρόπο τη διάθεση της ελληνικής κοινωνίας να απαλλαγεί το γρηγορότερο δυνατό από
το καθεστώς των μνημονίων και του παραδοσιακού πολιτικού συστήματος που τα υπηρετεί.
Ωστόσο μια πιο προσεκτική ματιά δείχνει, ότι οι πραγματικοί συσχετισμοί δεν
άλλαξαν σημαντικά με ένα 55% της ψήφου να κατευθύνεται προς συντηρητικές έως
και φασιστικές κατευθύνσεις.
Σε αυτό το αποτέλεσμα συνετέλεσαν οι εξής παράγοντες που οδηγούν σε άκρως επικίνδυνη προοπτική:
1. Οι αμφίσημες πολιτικές θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ οδήγησαν στην
αποτροπή δημιουργίας ενός ισχυρού πλειοψηφικού ρεύματος ανατροπής. Παρά την
αδιαμφισβήτητη πρωτιά που το κόμμα της αξιωματικής αντιπολίτευσης πέτυχε, οι
αντιφάσεις και οι αμφισημίες στη πολιτική και τη ρητορική του, βοήθησαν το
καθεστώς να περισώσει τα προσχήματα και τα κόμματα της συγκυβέρνησης...
να εξακολουθήσουν να κυβερνούν απερίσπαστα, εφαρμόζοντας την ίδια σκληρή και αντιλαϊκή πολιτική.
να εξακολουθήσουν να κυβερνούν απερίσπαστα, εφαρμόζοντας την ίδια σκληρή και αντιλαϊκή πολιτική.
2. Το καθεστώς συνεπικουρούμενο, όπως πάντα, από την οργιώδη
προπαγάνδα των ΜΜΕ, κατάφερε να διοχετευτεί έντεχνα η αρνητική ψήφος της
κοινωνίας προς τις πολιτικές που ακολουθεί, σε προκατασκευασμένα σχήματα που
λειτούργησαν ως αναχώματα στη δημιουργία πλειοψηφικού ρεύματος αλλαγής. Η
δημιουργία ενός τέτοιου ρεύματος θα έδινε τη δυνατότητα ριζοσπαστικοποίησης του
λαϊκού παράγοντα σε τέτοιο βαθμό, που η ανατροπή θα καθίστατο σχεδόν
αναπότρεπτη. Σε αυτό το σημείο ακριβώς έγκειται η επιτυχία του καθεστώτος και η
ευθύνη του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης και όχι η παράταση στη ζωή
μιας υπό κατάρρευση, κατά τα άλλα, συγκυβέρνησης.
Το εκλογικό αποτέλεσμα ήλθε τελικά να προετοιμάσει το
έδαφος για τη δημιουργία μετά τις κοινοβουλευτικές εκλογές, όποτε και αν αυτές
γίνουν, το φθινόπωρο ή λίγο αργότερα, του «μεγάλου» συνασπισμού μεταξύ ΣΥΡΙΖΑ
και ΝΔ υπό διαφορετική ηγεσία, ή ΣΥΡΙΖΑ και «αναγεννημένου» ΠΑΣΟΚ, υπό
οποιαδήποτε μορφή «ελιάς» ή ποταμιού», ή και των τριών αυτών δυνάμεων μαζί, σε
μια κυβέρνηση υποτίθεται «εθνικής σωτηρίας», που το κοινωνικό σώμα στη
κατάσταση σύγχυσης και αδιεξόδου που βρίσκεται θα αποδεχθεί ως τη μόνη
ρεαλιστική λύση.
Πριν όμως αναλύσουμε το γιατί η ψήφος δεν κατευθύνθηκε σε
δυνάμεις με καθαρό πολιτικό λόγο και αντιμνημονιακά προτάγματα, δημιουργώντας έτσι
ένα ακόμα πιο θολό τοπίο από αυτό πριν τις εκλογές, ας δούμε με ψύχραιμη ματιά
ορισμένα χαρακτηριστικά της κοινωνικής πραγματικότητας, όπως αυτή έχει
διαμορφωθεί τέσσαρα χρόνια μετά την επιβολή των μνημονίων.
Κατ’ αρχήν υπάρχει ένας «σκληρός» πυρήνας ευπορότερων, κατά κύριο
λόγο, στρωμάτων που μπορεί να ανέρχεται ακόμα και στο 25% του συνόλου, ο οποίος
θεωρεί, κατά βάση, σωστή την πολιτική που ακολουθείται και τα μνημόνια
απαραίτητα για τη χώρα. Πρόκειται για τις ομάδες εκείνες του πληθυσμού που δεν
θίγονται από την κρίση και ορισμένοι μάλιστα κερδίζουν από αυτήν. Οι ομάδες
αυτές διέπονται από νεοφιλελεύθερες απόψεις και αποτελούν τον κύριο κορμό των
υποστηρικτών των κομμάτων της συγκυβέρνησης, ή ακολουθούν σχήματα που ασκούν
κριτική για πιο δεξιά και ακραία νεοφιλελεύθερη πολιτική (π.χ. «ΓΕΦΥΡΕΣ»).
Στην αντίπερα όχθη υπάρχει ένα ποσοστό, καθόλου
ευκαταφρόνητο, που έχει χάσει τα πάντα, ή κινδυνεύει να τα χάσει. Ο φόβος, η
ανασφάλεια, αλλά συνάμα η οργή και ο θυμός είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του. Οι
ομάδες αυτές του πληθυσμού, κατά πλειοψηφία, κατευθύνθηκαν σε αυτόν που αν δεν
μπορεί να τους υποσχεθεί κάτι καλύτερο, φαντάζει όμως ως ο αρκετά ισχυρός για
να εκφράσει αυθεντικά την εκδικητική τους διάθεση απέναντι σε όλους τους υπόλοιπους,
που θεωρούν υπεύθυνους για την κατάστασή τους. Πρόκειται για την εκλογική «πελατεία»
της Χρυσής Αυγής.
Τέλος, μεταξύ των δύο αυτών «ακροτήτων», υπάρχει ο διαμορφούμενος
με κοινωνιολογικούς όρους «μεσαίος» χώρος. Είναι η μεγάλη πλειοψηφία που
υπερβαίνει το 65% του πληθυσμού, δηλαδή τα δύο τρίτα αυτού και η πολιτική του προέλευση
προέρχεται από το λεγόμενο κεντρώο χώρο που αποτελούσε πάντα τη βάση και των
δύο μεγάλων μεταπολιτευτικών παρατάξεων. Αυτή η πλειοψηφία κατανοεί την
κατάσταση, θα ήθελε να επιδιώξει μια ριζικά διαφορετική πορεία, αλλά δεν έχει
κατασταλάξει ακόμα για το τι πρέπει να γίνει. Παρ’ όλα αυτά, δεν θίγονται όλοι
με τον ίδιο τρόπο και σ’ αυτήν την κατηγορία. Υπάρχουν πολλές διαβαθμίσεις στην
κλίμακα ατομικής επίδρασης της σκληρής πολιτικής εσωτερικής υποτίμησης και
διάλυσης της χώρας. Διαβαθμίσεις που επηρεάζουν εν πολλοίς και την ατομική
πολιτική συμπεριφορά, πέραν των ιδεολογικοπολιτικών καταβολών και των παρελθόντων
κομματικών εντάξεων.
Σε αυτήν την μεγάλη πλειοψηφία απευθύνονται όλοι, ή
τουλάχιστον οι θεωρούμενοι μεγάλοι. Εδώ η προπαγάνδα παίζει τον καθοριστικό
ρόλο στη διαμόρφωση των συνειδήσεων, ενώ η πλειοψηφία αυτή είναι η πιο ευάλωτη
στην σύγχυση και τον αποπροσανατολισμό που τα μέσα ενημέρωσης καλλιεργούν
συστηματικά. Αρχικός θυμός, κυκλοθυμία και προσπάθεια προσαρμογής στις διαμορφούμενες
συνθήκες είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της. Η προσπάθεια αυτή είτε οδηγεί σε προσωπικές λύσεις «διεξόδου»
και στην αδιαφορία, είτε κατευθύνει σε επιλογές υπό το κράτος σύγχυσης,
απόγνωσης και φόβου.
Ο χώρος αυτός είναι συντηρητικός, αν και ανεκτικός και
γενικά δημοκρατικός, απεχθάνεται ακραίες τοποθετήσεις και ενδιαφέρεται για ένα «σταθερό»
περιβάλλον. Δεν είναι καθόλου τυχαίο, ότι τα κόμματα εξουσίας, ουδέποτε
απευθύνονται σε αυτόν τον «μεσαίο» χώρο με όρους «δεξιάς» ή «αριστεράς», που
είναι βαριά φορτισμένες έννοιες από την εποχή ήδη του εμφυλίου, παρά μόνο για
να κατηγορήσουν τους αντιπάλους τους, π.χ. για να φύγει η δεξιά, για να μην
έρθει η αριστερά. Ή προτάσσουν το «κέντρο», κεντροδεξιά, κεντροαριστερά, για να
προσδώσουν ένα πιο προοδευτικό, ή ένα πιο «φιλελεύθερο» χαρακτήρα. Δεν είναι
τυχαίο επίσης ότι απευθύνονται με όρους πολιτικής σταθερότητας, που κινδυνεύει
από την υποτιθέμενη αστάθεια που θα προκαλέσει η τυχόν επικράτηση του
αντιπάλου. Όλα τα εκβιαστικά διλήμματα γύρω από το δίπολο «σταθερότητα -
αστάθεια» πλάθονται και συνήθως πιάνουν.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο και τη θολερότητα του πολιτικού
τοπίου οι μεγάλες μάζες του «μεσαίου» αυτού χώρου κατευθύνθηκαν είτε στην
μεγάλη αποχή, είτε στην «κουτουρού» ψήφο σε κάποιο από τα δεκάδες άγνωστα τοις
πάσι κομματίδια, προκειμένου να εκφραστεί με αυτόν τον τρόπο η διαμαρτυρία και
η έλλειψη στοιχειώδους προοπτικής. Μειοψηφικά μόνο κινήθηκαν προς τον ΣΥΡΙΖΑ
και είναι η βασική αιτία που οι συσχετισμοί παρέμειναν εντελώς αρνητικοί για
την προοπτική ουσιαστικής αλλαγής.
Θα έχει ο ΣΥΡΙΖΑ την
τύχη της ΔΗΜΑΡ;
Αν η πολιτική είναι εν πρώτοις διαχείριση συμβόλων, τότε
ερμηνεύεται απόλυτα το γεγονός ότι ο ΣΥΡΙΖΑ έφτασε στην «οροφή» του, αφού ενώ προκειμένου
να προσεγγίσει το «κέντρο» αλλοίωσε τις προγραμματικές του θέσεις και τον
χαρακτήρα του, μετατοπιζόμενο δεξιότερα ακόμα και του παλαιού
ανδρεοπαπανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, επιμένει στο πρόταγμα «αριστερά». Μιλάει για
κυβέρνηση της αριστεράς. Ποιος όμως ενδιαφέρεται πραγματικά για μια τέτοια
κυβέρνηση, παρά μόνο σαν λύση ύστατης ανάγκης;
Στην πράξη ο ΣΥΡΙΖΑ άλλαξε το περιεχόμενο, αλλά κράτησε το
ίδιο «περιτύλιγμα», ενώ θα έπρεπε να κάνει το αντίστροφο. Να κρατήσει ατόφιο το
περιεχόμενο και να αλλάξει το «περιτύλιγμα» απευθυνόμενο στη μεγάλη πλειοψηφία
του ελληνικού λαού με όρους εθνικής λαϊκής ενότητας (και όχι της αριστεράς) και
να τον πείσει. Φοβάμαι, ότι η ευκαιρία για μια νέα πραγματικά δημοκρατική
μεταπολίτευση χάθηκε οριστικά. Το γεγονός αυτό που αφορά στην εντελώς λάθος
επιλογή περιεχομένου και εσφαλμένης εντελώς διαχείρισης συμβόλων ο ΣΥΡΙΖΑ θα το
πληρώσει πολύ ακριβά, αρκούμενος στο τέλος σε ένα συμπληρωματικό κυβερνητικό
ρόλο κάποιων από τα στελέχη του, οδηγώντας στην πλήρη απογοήτευση την
πλειοψηφία των παλαιών και των πολύ περισσοτέρων νέων υποστηρικτών του.
Η λυπηρή ιστορία των
ΑΝΝΕΛ.
Το προσωποπαγές αυτό κόμμα του Πάνου Καμμένου υπήρξε γέννημα
θρέμμα της εποχής του μεγάλου θυμού και της αναζήτησης. Απευθυνόμενο κυρίως προς
τα δεξιά του πολιτικού στερεώματος κατάφερε αρχικά να συσπειρώσει ένα μεγάλο
τμήμα συντηρητικών ψηφοφόρων που δεν μπορούσαν να συμβιβαστούν με τις πολιτικές
υποταγής που ακολουθούσε η ΝΔ. Σταδιακά απέδειξε, ότι δεν υπήρχε σοβαρό
ιδεολογικό υπόβαθρο, ούτε στοιχειώδες πρόγραμμα μιας διαφορετικής πορείας για
τη χώρα και έμεινε μόνο στον καταγγελτικό, πολλές φορές ακραίο λόγο του αρχηγού.
Δεν απέκτησε ποτέ ισχυρές βάσεις μέσα στο κοινωνικό σώμα και ο εκφυλισμός ήλθε
σαν λογική συνέπεια που επισφραγίστηκε με το αποτέλεσμα των ευρωεκλογών.
Η αυτάρκεια του ΚΚΕ
και η περιθωριοποίηση της λεγόμενης αντικαπιταλιστικής αριστεράς.
Το κομμουνιστικό κόμμα όλη αυτήν την περίοδο των πέτρινων
χρόνων του μνημονίου, του κοινωνικού ανδραποδισμού και της διάλυσης της χώρας,
παρέμεινε σταθερό στην αντικαπιταλιστική του ρητορική και την καταγγελία της ΕΕ
των μονοπωλίων, ακολουθώντας μια μοναχική πορεία ωρίμανσης, υποτίθεται, των αντικειμενικών
και υποκειμενικών συνθηκών μιας λαϊκής εξουσίας, αρνούμενο να ασχοληθεί καν με
το σήμερα και με τον τρόπο που θα μπορούσε να ανακουφιστεί η κοινωνία. Έτσι
απομονωμένο στο χώρο που από το 1974 του παραχώρησε το «σύστημα», αδιαφορεί για
τις εξελίξεις και ενδιαφέρεται μόνο για τη συγκράτηση των δυνάμεών του, πράγμα
που εν πολλοίς κατάφερε σε αυτές τις εκλογές, αφού πέραν των παραδοσιακών του
ψηφοφόρων αποτελεί και την καταφυγή για ψήφο διαμαρτυρίας ενός μικρού τμήματος
του «μεσαίου» χώρου, αφού επί της ουσίας παραμένει ακίνδυνο.
Στον λεγόμενο χώρο της αντικαπιταλιστικής αριστεράς, της ΑΝΤΑΡΣΥΑ,
του σχεδίου Β’ κτλ. η κατάσταση εξελίχθηκε όπως ακριβώς ήταν προδιαγεγραμμένη.
Ο αριστερός «πατριωτισμός» και η προοπτική μιας κυβέρνησης της αριστεράς υπό
τον ΣΥΡΙΖΑ λεηλάτησε κυριολεκτικά τον χώρο που παραμένει έτσι στο περιθώριο
χωρίς καμιά δυνατότητα επιρροής επί των εξελίξεων.
Η αποτυχία και η
προοπτική του Ε.Πα.Μ.
Το Ε.Πα.Μ. από τη στιγμή που αποφάσισε να κατέλθει στις
ευρωεκλογές έθεσε τον στόχο να καταστεί πόλος συσπείρωσης και έκφρασης των
δυνάμεων εκείνων της κοινωνίας που έχουν συνειδητοποιήσει την ανάγκη για μια
πραγματική αλλαγή πορείας για τη χώρα. Με τον τρόπο αυτό επεδίωξε να γίνει
καταλύτης των πολιτικών εξελίξεων και να λειτουργήσει ως το δημοκρατικό
αντίβαρο στις καθεστωτικές μεθοδεύσεις, συμβάλλοντας αποφασιστικά στη
ριζοσπαστικοποίηση του λαϊκού κινήματος και τη δημιουργία πλειοψηφικού ρεύματος
ανατροπής. Τέτοια όμως δυναμική δημιουργίας ρεύματος ανατροπής, απεδείχθη ότι
δεν υπήρχε στην κοινωνία και τα όποια ψήγματα αυτής απορροφήθηκαν από τον
ΣΥΡΙΖΑ, που ταυτόχρονα αποτελεί και τη βασική τροχοπέδη δημιουργίας τέτοιου
ρεύματος, όπως αναλύθηκε παραπάνω.
Από την άλλη πλευρά, ενώ από την ίδρυσή του απευθύνει
ενωτικό προς τον λαό λόγο, καλώντας τον να συσπειρωθεί στα βασικά προτάγματα ενός
εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα, παραμερίζοντας ιδεοληψίες και τεχνητούς
διαχωρισμούς αριστεράς - δεξιάς στη λογική μιας νέας Εθνικής Λαϊκής Ενότητας,
δεν κατάφερε να αντιπαρατεθεί αποτελεσματικά στο δεξιό και μάλιστα ακροδεξιό
πρόσημο που του προσέδιδαν οι μεν, ή το ακροαριστερό που του απέδιδαν οι άλλοι.
Έχοντας πενιχρά μέσα προβολής στη διάθεσή του, δεν απέφυγε
τα λάθη στο χειρισμό των συμβόλων και εξακολούθησε να μιλά στον κόσμο με όρους
που παραπέμπουν σε παλαιότερες εποχές, ενώ τα μηνύματα που εξέπεμπε ήταν αυτά
του αγώνα και των θυσιών και όχι μιας αισιόδοξης και ελπιδοφόρας προοπτικής για
την πλειοψηφία της κοινωνίας. Παρά το γεγονός, ότι το πρόγραμμά του για
πραγματική διέξοδο είναι το πλέον ολοκληρωμένο και αποτελεί τη μοναδική εναλλακτική
λύση στις ακολουθούμενες μνημονιακές πολιτικές καθυπόταξης και υποδούλωσης του
λαού και μετατροπής της Ελλάδας από χώρα σε χώρο, δεν κατάφερε να το κοινωνήσει
αποτελεσματικά. Απέναντί του βρέθηκε ένα ολόκληρο σύστημα, που ενώ αγνοούσε
επιδεικτικά την ύπαρξη του Μετώπου, απαντούσε επί της ουσίας στο πρόγραμμά του
με όρους καταστροφολογικούς και έντονα κινδυνολογικούς.
Τελικά, ο λόγος του ακούστηκε σε ένα ευρύτερο κύκλο και
απέσπασε την προσοχή και τη συμπάθεια πολλών, αλλά δεν κατάφερε να αποσπάσει
την ενεργό υποστήριξή τους εκφρασμένη στην κάλπη.
Μπροστά στις επερχόμενες εξελίξεις, στο βάθεμα της κρίσης
και την εθνική περιπέτεια που αυτή μας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια, η ύπαρξη
και η ενδυνάμωση του Μετώπου είναι πέραν και από αναγκαία.
Όλα τα στελέχη του οφείλουν να διερευνήσουν με ψυχραιμία και
σε βάθος τα αίτια της μη ανταπόκρισης του κόσμου στο μήνυμα ενότητας και ελπιδοφόρας
προοπτικής του Μετώπου, το οποίο πρέπει να αποκτήσει άμεσα ενιαία επικοινωνιακή
στρατηγική βάθους, που θα απευθύνεται στο σύνολο της κοινωνίας και όχι σε επί
μέρους τμήματά της. Κοντολογίς, αντίθετα με τον ΣΥΡΙΖΑ, κρατώντας το
περιεχόμενο και την ουσία ατόφια, οφείλει άμεσα να αλλάξει το «περιτύλιγμα».