Του Δημήτρη Καζάκη
Λιτότητα, ή όχι λιτότητα; Το δίλημμα, όπως τοποθετείται είτε από τους
υποστηριχτές της λιτότητας, είτε από αυτούς που την αντιμάχονται,
μοιάζει σε πολλά μετο Σαιξπηρικό, να ζει κανείς, ή να μη ζει; Αν
προσέξει κανείς τη συζήτηση που διεξάγεται γι' αυτό το θέμα, θα
διαπιστώσει ότι οι πολιτικές λιτότητας παρουσιάζονται σαν μια απλή
πολιτική επιλογή.
Με τον ίδιο τρόπο που επιλέγει μια κυβέρνηση να επιβάλει πολιτικές λιτότητας, θα μπορούσε επίσης να επιλέξει και κάτι άλλο. Επομένως, αν θέλουμε να γλυτώσουμε από το λυντσάρισμα της λιτότητας, αρκεί να αλλάξει η πολιτική βούληση των κυβερνώντων. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αυταπάτη.
Ως απάντηση στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την ύφεση που ξεκίνησε το 2007, οι κεντρικές τράπεζες σε ορισμένες προηγμένες οικονομίες - ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ευρωζώνη και την Ιαπωνία - ξεκίνησαν μια ένα άνευ προηγουμένου προσπάθεια για τη σταθεροποίηση με διαρκείς ενέσεις ρευστότητας στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Στόχος η πρόληψη της κατάρρευσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Περισσότερο από πέντε χρόνια αργότερα οι κεντρικές τράπεζες εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τα συμβατικά νομισματικά εργαλεία για να μειώσουν τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια κοντά στο μηδέν και, παράλληλα, αναπτύσσουν αντισυμβατικά εργαλεία για την παροχή ρευστότητας και πιστωτικές διευκολύνσεις σε τράπεζες, αναλαμβάνοντας μεγάλης κλίμακας αγορές ενεργητικού, ή ποσοτική χαλάρωση (QΕ ).
Μπορεί οι υποστηριχτές αυτής της λογικής να ισχυρίζονται ότι απετράπησαν τα χειρότερα, αλλά η αλήθεια είναι ότι το κόστος για τις οικονομίες και τις κοινωνίες ήταν και παραμένει δυσβάσταχτο. Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη του McKinsey Global Institute, με τίτλο "QE and ultra-low interest rates: Distributional effects and risks", η πολιτική αυτή των κεντρικών τραπεζών διευκόλυνε τις κυβερνήσεις στην ευρωζώνη να εξοικονομήσουν την περίοδο 2007-2012 γύρω στα 360 δις δολάρια (τιμές 2012) και τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις άλλα 280 δις, λόγω κυρίως των χαμηλότερων επιτοκίων δανεισμού. Όμως, έκανε τις τράπεζες να χάσουν για τον ίδιο λόγο περί τα 230 διςακ, τα ασφαλιστικά ταμεία πάνω από 130 δις, ενώ τα νοικοκυριά πάνω από 160 δις την ίδια περίοδο.
Το αποτέλεσμα; Συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος και εκτίναξη της ανεργίας. Από 7,6% η ανεργία στην ευρωζώνη το 2007, εκτινάχθηκε στο 12,3% το 2013.
Να γιατί η πολιτική των κεντρικών τραπεζών ενίσχυσε την ύφεση. Πολύ περισσότερο στην ευρωζώνη, όπου η στήριξη των τραπεζών απορροφά σημαντικούς πόρους από την πραγματική οικονομία. Να η πηγή της λιτότητας. Η λιτότητα δηλαδή επιβάλλεται γιατί πρέπει να διασωθούν οι μεγάλες τράπεζες πάνω στις οποίες στηρίζεται το κοινό νόμισμα, το ευρώ. Κι επομένως οι κυβερνήσεις οφείλουν να υποστηρίζουν με περιοριστικές πολιτικές τις νομισματικές κινήσεις της ΕΚΤ.
Το αποτέλεσμα είναι τραγικό για ολόκληρη την ευρωζώνη. Η οικονομία της παραπαίει. Αντιμετωπίζει ενα διαρκώς επιδεινούμενο επενδυτικό πρόβλημα. Οι επενδύσεις στην ευρωζώνη από 22,6% του ΑΕΠ το 2007, έπεσαν στο 17,8 % το 2013. Το χρέος καλπάζει. Το δημόσιο χρέος των χωρών της ευρωζώνης το 2001 ισοδυναμούσε με 68,2% του ΑΕΠ της. Το 2007 είχε πέσει στο 66,5%, ενώ έως το 2013 εκτινάχθηκε στο 95,0%.
Η ευρωζώνη είναι καταδικασμένη. Η ΕΚΤ είναι υποχρεωμένη να συνεχίσει την ίδια νομισματική πολιτική, ακόμη και με αρνητικά επιτόκια. Οι κυβερνήσεις με τη σειρά τους είναι αναγκασμένες να την υποστηρίξουν με πιο σκληρές περιοριστικές πολιτικές. Και καθώς το καράβι της ευρωζώνης θα βυθίζεται αύτανδρο, μοναδική παρηγοριά των θυμάτων θα είναι εκείνοι που ξέρουν μόνο να λένε ότι μπορεί να υπάρξει ευρώ χωρίς λιτότητα.
Σχόλιο της Ημέρας, 16/6/2014, dimitriskazakis.blogspot.com
Με τον ίδιο τρόπο που επιλέγει μια κυβέρνηση να επιβάλει πολιτικές λιτότητας, θα μπορούσε επίσης να επιλέξει και κάτι άλλο. Επομένως, αν θέλουμε να γλυτώσουμε από το λυντσάρισμα της λιτότητας, αρκεί να αλλάξει η πολιτική βούληση των κυβερνώντων. Δεν υπάρχει μεγαλύτερη αυταπάτη.
Ως απάντηση στην παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση και την ύφεση που ξεκίνησε το 2007, οι κεντρικές τράπεζες σε ορισμένες προηγμένες οικονομίες - ιδίως στις Ηνωμένες Πολιτείες, το Ηνωμένο Βασίλειο, την Ευρωζώνη και την Ιαπωνία - ξεκίνησαν μια ένα άνευ προηγουμένου προσπάθεια για τη σταθεροποίηση με διαρκείς ενέσεις ρευστότητας στις χρηματοπιστωτικές αγορές. Στόχος η πρόληψη της κατάρρευσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Περισσότερο από πέντε χρόνια αργότερα οι κεντρικές τράπεζες εξακολουθούν να χρησιμοποιούν τα συμβατικά νομισματικά εργαλεία για να μειώσουν τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια κοντά στο μηδέν και, παράλληλα, αναπτύσσουν αντισυμβατικά εργαλεία για την παροχή ρευστότητας και πιστωτικές διευκολύνσεις σε τράπεζες, αναλαμβάνοντας μεγάλης κλίμακας αγορές ενεργητικού, ή ποσοτική χαλάρωση (QΕ ).
Μπορεί οι υποστηριχτές αυτής της λογικής να ισχυρίζονται ότι απετράπησαν τα χειρότερα, αλλά η αλήθεια είναι ότι το κόστος για τις οικονομίες και τις κοινωνίες ήταν και παραμένει δυσβάσταχτο. Σύμφωνα με μια πρόσφατη μελέτη του McKinsey Global Institute, με τίτλο "QE and ultra-low interest rates: Distributional effects and risks", η πολιτική αυτή των κεντρικών τραπεζών διευκόλυνε τις κυβερνήσεις στην ευρωζώνη να εξοικονομήσουν την περίοδο 2007-2012 γύρω στα 360 δις δολάρια (τιμές 2012) και τις πολύ μεγάλες επιχειρήσεις άλλα 280 δις, λόγω κυρίως των χαμηλότερων επιτοκίων δανεισμού. Όμως, έκανε τις τράπεζες να χάσουν για τον ίδιο λόγο περί τα 230 διςακ, τα ασφαλιστικά ταμεία πάνω από 130 δις, ενώ τα νοικοκυριά πάνω από 160 δις την ίδια περίοδο.
Το αποτέλεσμα; Συρρίκνωση του διαθέσιμου εισοδήματος και εκτίναξη της ανεργίας. Από 7,6% η ανεργία στην ευρωζώνη το 2007, εκτινάχθηκε στο 12,3% το 2013.
Να γιατί η πολιτική των κεντρικών τραπεζών ενίσχυσε την ύφεση. Πολύ περισσότερο στην ευρωζώνη, όπου η στήριξη των τραπεζών απορροφά σημαντικούς πόρους από την πραγματική οικονομία. Να η πηγή της λιτότητας. Η λιτότητα δηλαδή επιβάλλεται γιατί πρέπει να διασωθούν οι μεγάλες τράπεζες πάνω στις οποίες στηρίζεται το κοινό νόμισμα, το ευρώ. Κι επομένως οι κυβερνήσεις οφείλουν να υποστηρίζουν με περιοριστικές πολιτικές τις νομισματικές κινήσεις της ΕΚΤ.
Το αποτέλεσμα είναι τραγικό για ολόκληρη την ευρωζώνη. Η οικονομία της παραπαίει. Αντιμετωπίζει ενα διαρκώς επιδεινούμενο επενδυτικό πρόβλημα. Οι επενδύσεις στην ευρωζώνη από 22,6% του ΑΕΠ το 2007, έπεσαν στο 17,8 % το 2013. Το χρέος καλπάζει. Το δημόσιο χρέος των χωρών της ευρωζώνης το 2001 ισοδυναμούσε με 68,2% του ΑΕΠ της. Το 2007 είχε πέσει στο 66,5%, ενώ έως το 2013 εκτινάχθηκε στο 95,0%.
Η ευρωζώνη είναι καταδικασμένη. Η ΕΚΤ είναι υποχρεωμένη να συνεχίσει την ίδια νομισματική πολιτική, ακόμη και με αρνητικά επιτόκια. Οι κυβερνήσεις με τη σειρά τους είναι αναγκασμένες να την υποστηρίξουν με πιο σκληρές περιοριστικές πολιτικές. Και καθώς το καράβι της ευρωζώνης θα βυθίζεται αύτανδρο, μοναδική παρηγοριά των θυμάτων θα είναι εκείνοι που ξέρουν μόνο να λένε ότι μπορεί να υπάρξει ευρώ χωρίς λιτότητα.
Σχόλιο της Ημέρας, 16/6/2014, dimitriskazakis.blogspot.com