Επειδή η
δυτική και αμερικανική, συγκεκριμένα, προπαγάνδα έχουν βιάσει αφάνταστα, μέσω
της ψευδοκουλτούρας του Hollywood, την Ελληνική Ιστορία τις τελευταίες
δεκαετίες, καλό είναι να υπενθυμίζονται κάποιες βασικές αλήθειας που όμως τόσο
εύκολα ξεχνιούνται.
Ο αληθινός
Θεμιστοκλής. Ο Θεμιστοκλής του Νεοκλέους ο Φρεάριος. Ο μεγάλος αρχαίος Έλληνας
ήρωας της ναυμαχίας της Σαλαμίνας, ο σωτήρας του Ελληνικού Έθνους αλλά και της
Ευρώπης ολόκληρης, χάρη στον οποίο υπάρχουμε σήμερα εμείς οι Έλληνες, αλλά και
ολόκληρος ο δυτικός κόσμος.
Ο άνθρωπος
όμως, στο πρόσωπο του οποίου εκφράστηκε η πανάρχαια ελληνική αγνωμοσύνη και η
άκρατη φαυλοκρατία της αθηναϊκής δημοκρατίας με τον πλέον παραστατικό τρόπο.
Ο
Θεμιστοκλής του Νεοκλέους ο Φρεάριος (527 π.Χ. - 459 π.Χ.) ήταν αρχαίος Έλληνας
πολιτικός και στρατηγός. Υπήρξε αρχηγός της δημοκρατικής παράταξης στην κλασική
Αθήνα, έλαβε μέρος στη Μάχη του Μαραθώνα το 490 π.Χ. και στη Ναυμαχία του Αρτεμισίου
το 480 π.Χ..
Έμεινε όμως
γνωστός ως ο θεμελιωτής της ναυτικής δύναμης της Αθήνας και ως ο κυριότερος
συντελεστής της αποφασιστικής νίκης των Ελλήνων εναντίον των Περσών στη
Ναυμαχία της Σαλαμίνας στις 22 Σεπτεμβρίου του 480 π.Χ., που σηματοδότησε την
αρχή του τέλους της περσικής παρουσίας στη Μεσόγειο.
Ο
Θεμιστοκλής πιθανολογείται ότι γεννήθηκε το 527 π.Χ. (κατά άλλη εκδοχή το 524
π.Χ.).
Ο πατέρας
του ονομαζόταν Νεοκλής από την οικογένεια των Λυκομηδών και, σύμφωνα με τον
Πλούταρχο, δεν τραβούσε ιδιαίτερα την προσοχή. Η ταυτότητα της μητέρας του
είναι πιο ασαφής.
Κατά μία
εκδοχή ήταν θρακικής καταγωγής και λεγόταν Αβρότονον και κατά άλλη εκδοχή
λεγόταν Ευτέρπη και ήταν καρικής καταγωγής και συγκεκριμένα από την
Αλικαρνασσό. Λίγα πράγματα είναι γνωστά για τα πρώτα χρόνια του Θεμιστοκλή.
Μερικοί
συγγραφείς αναφέρουν ότι ήταν απείθαρχος ως παιδί και γι' αυτό αποκηρύχθηκε από
τον πατέρα του. Ο Πλούταρχος, όμως, θεωρεί ότι αυτό είναι ψευδές. Ο Θεμιστοκλής
παντρεύτηκε την Αρχίππη, κόρη του Λύσανδρου από την Αλωπεκή.
Τη χρονιά
που γεννήθηκε ο Θεμιστοκλής, δηλαδή το 527 π.Χ., πέθανε ο τύραννος
Πεισίστρατος, οπότε τον διαδέχτηκαν οι γιοι του, Ίππαρχος και Ιππίας.
Ο Ίππαρχος
δολοφονήθηκε το 514 π.Χ. και σε απάντηση αυτής ο Ιππίας έγινε παρανοϊκός και
άρχισε να βασίζεται όλο και περισσότερο στα ξένα συμφέροντα για να κρατηθεί
στην εξουσία. Ο επικεφαλής της ισχυρής οικογένειας των Αλκμεωνιδών, Κλεισθένης,
ανέτρεψε τον Ιππία και εγκαθίδρυσε τη δημοκρατία.
Το νέο
σύστημα διακυβέρνησης στην Αθήνα άνοιξε έναν πλούτο ευκαιριών για άνδρες σαν
τον Θεμιστοκλή, οι οποίοι στο παρελθόν δεν είχαν πρόσβαση στην εξουσία. Η
ικανότητά του ως δικηγόρος και επιδιαιτητής στην υπηρεσία του απλού λαού,
προσέδωσε στον Θεμιστοκλή μεγάλη δημοτικότητα.
Ο
Θεμιστοκλής εκλέχθηκε άρχων το 493 π.Χ. και έθεσε ως κύριο στόχο την ανάδειξη
της Αθήνας ως κυρίαρχη ναυτική δύναμη. Υπό την καθοδήγησή του, οι Αθηναίοι
άρχισαν την κατασκευή ενός νέου λιμανιού στον Πειραιά, που θα αντικαταστούσε
αυτό του Φαλήρου.
Με τη δύναμη
της βάσης του να έχει εδραιωθεί μεταξύ των φτωχών, ο Θεμιστοκλής κάλυψε το κενό
που άφησε ο θάνατος του Μιλτιάδη το 489 π.Χ., κι εκείνη τη δεκαετία έγινε ο
πολιτικός με τη μεγαλύτερη επιρροή στην Αθήνα.
Ωστόσο, η
υποστήριξη της αριστοκρατίας άρχισε να συγκεντρώνεται γύρω από τον άνθρωπο που
θα γινόταν ο σημαντικότερος πολιτικός αντίπαλος του Θεμιστοκλή: τον Αριστείδη,
τον επονομαζόμενο Δίκαιο.
Το 483 π.Χ.
ανακαλύφθηκε στη Μαρώνεια του Λαυρίου μία νέα φλέβα αργύρου, αξίας 100
ταλάντων. Σε τέτοιες περιπτώσεις ένα μέρος των χρημάτων, συνήθως το 1/10,
αφιερωνόταν στους θεούς και το υπόλοιπο διανέμονταν στους πολίτες.
Υπέρμαχος
αυτής της παραδοσιακής επιλογής ήταν ο Αριστείδης.
Ο
Θεμιστοκλής κατόρθωσε να πείσει τους συμπολίτες του να μην ενεργήσουν με
ιδιοτέλεια, αλλά να δουν μακρόπνοα και να διαθέσουν τα έσοδα στη ναυπήγηση 200
τριηρών, ταχύτατων κωπήλατων πολεμικών πλοίων, ένας πρωτοφανής αριθμός για τα
δεδομένα της εποχής, και να εξοστρακίσουν τον Αριστείδη.
Σύμφωνα με
μία εκδοχή, ο στόλος προοριζόταν αρχικά να πολεμήσει τους Αιγινήτες, που αποτελούσαν
εμπόδια στα φιλόδοξα εμπορικά σχέδια των Αθηναίων, ενώ άλλοι θεωρούν ότι ο
Θεμιστοκλής είχε από νωρίς προβλέψει ότι ο αγώνας των Ελλήνων εναντίον των
Περσών θα κρινόταν στη θάλασσα.
Έγινε,
ωστόσο, αμέσως κατανοητό ότι η απόφαση του Θεμιστοκλή να αναπτύξει τον αθηναϊκό
στόλο είχε αντίκτυπο στα εσωτερικά της πόλης, καθώς ενίσχυε αισθητά την
πολιτική κυριαρχία των κατώτερων κοινωνικών τάξεων της Αθήνας, των θητών, που
επάνδρωσαν τα πλοία ως κωπηλάτες.
Το 481 π.Χ.
πραγματοποιήθηκε ένα συνέδριο των ελληνικών πόλεων-κρατών, στη διάρκεια του
οποίου περίπου 30 πόλεις συμφώνησαν να συμμαχήσουν εναντίον της επικείμενης
περσικής εισβολής.
Οι
Σπαρτιάτες και οι Αθηναίοι ήταν πάνω απ' όλους στην παρούσα συμμαχία,
ορκισμένοι εχθροί των Περσών.
Οι
Σπαρτιάτες αιτήθηκαν τη διοίκηση των δυνάμεων ξηράς και δεδομένου ότι η Αθήνα
θα είχε τη διοίκηση του ελληνικού στόλου, ο Θεμιστοκλής προσπάθησε να
διεκδικήσει τη διοίκηση των ναυτικών δυνάμεων.
Ωστόσο, οι
άλλες ναυτικές δυνάμεις, συμπεριλαμβανομένης της Κορίνθου και της Αίγινας,
αρνήθηκαν να δώσουν τη διοίκηση στους Αθηναίους και ο Θεμιστοκλής υποχώρησε.
Αντ' αυτού,
ως συμβιβαστική λύση, οι Σπαρτιάτες (που ήταν ασήμαντη ναυτική δύναμη) επέλεξαν
τον Ευρυβιάδη ως διοικητή των ναυτικών δυνάμεων. Ωστόσο, είναι σαφές από τον
Ηρόδοτο ότι ο Θεμιστοκλής θα ήταν ο πραγματικός ηγέτης του στόλου.
Το επόμενο
συνέδριο έλαβε χώρα την άνοιξη του 480 π.Χ. Μία θεσσαλική αντιπροσωπεία
πρότεινε στους συμμάχους να συγκεντρωθούν στα Στενά των Τεμπών ώστε να
εμποδίσουν την επέλαση του Ξέρξη. Εντούτοις όταν στάλθηκε εκεί μία δύναμη
10.000 οπλιτών, ο Αλέξανδρος Α' της Μακεδονίας τους προειδοποίησε ότι η κοιλάδα
των Τεμπών θα μπορούσε να παρακαμφθεί με διάφορα άλλα περάσματα καθώς και ότι ο
στρατός του Ξέρξη ήταν εξαιρετικά μεγάλος. Έτσι οι Έλληνες υποχώρησαν.
Τον Αύγουστο
του 480 π.Χ., όταν ο περσικός στρατός πλησίαζε προς τη Θεσσαλία, ο στόλος των
Συμμάχων έπλευσε προς το Αρτεμίσιο και ο στρατός βάδισε προς τις Θερμοπύλες.
Όταν ο
περσικός στόλος έφθασε τελικά στο Αρτεμίσιο μετά από σημαντική καθυστέρηση, ο
Ευρυβιάδης, για τον οποίο τόσο ο Ηρόδοτος όσο και ο Πλούταρχος αναφέρουν ότι
δεν ήταν και ο πιο εμπνευσμένος διοικητής, θέλησε να αποφύγει τη μάχη.
Σ' εκείνη τη
χρονική στιγμή, ο Θεμιστοκλής δέχτηκε ένα μεγάλο χρηματικό ποσό από τους
ντόπιους ώστε να παραμείνει ο στόλος στο Αρτεμίσιο.
Ο
Θεμιστοκλής έδωσε μέρος του ποσού στον Ευρυβιάδη για να παραμείνει και ο ίδιος
κράτησε το υπόλοιπο. Μετά από τρεις ημέρες μάχης, οι σύμμαχοι επικράτησαν του
πολύ μεγαλύτερου περσικού στόλου, αλλά υπέστησαν σημαντικές απώλειες.
Επιπλέον, η
απώλεια της ταυτόχρονης Μάχης των Θερμοπυλών, από προδοσία ενός λιποτάκτη, του
Εφιάλτη, έκανε άσκοπη την παρουσία των συμμάχων στο Αρτεμίσιο κι έτσι οι
σύμμαχοι αποσύρθηκαν.
Οι Αθηναίοι,
μετά τη ναυμαχία της Σαλαμίνας, αποφάσισαν ότι θα ένιωθαν πιο ασφαλείς εάν
τείχιζαν την πόλη τους.
Όταν έγινε
γνωστό το σχέδιό τους, η αντίδραση των Σπαρτιατών ήταν άμεση: έστειλαν πρεσβεία
στην Αθήνα και ζήτησαν να μην ξεκινήσει η οικοδόμηση καθώς και τη συνεργασία
των Αθηναίων να γκρεμίσουν από κοινού τα τείχη άλλων πόλεων έξω από την
Πελοπόννησο, ώστε, εξηγούσαν, αν ξαναέρχονταν οι εχθροί, να μην έβρισκαν
οχυρωμένες πόλεις που να χρησιμοποιήσουν ως ορμητήρια.
Ο
Θεμιστοκλής επωμίσθηκε, για μια ακόμη φορά, το βάρος για την αντιμετώπιση του
προβλήματος.
Με δόλο
παρέκαμψε τις σπαρτιατικές αντιδράσεις, μετέφερε στη Σπάρτη και παρέτεινε τις
διαπραγματεύσεις ώσπου οι Αθηναίοι με εντατική εργασία ολοκλήρωσαν τα Μακρά
Τείχη, όπως είναι γνωστά, και οι Σπαρτιάτες βρέθηκαν μπροστά σε ένα τετελεσμένο.
Στους όρους
που επέβαλαν αργότερα οι Σπαρτιάτες, μετά τη νίκη τους στον Πελοποννησιακό
πόλεμο, ήταν η κατεδάφιση των τειχών.
Τμήματα των
τειχών σώζονται μέχρι σήμερα και αποκαλύπτουν τη βιαστική οικοδόμηση. Τον
επόμενο χρόνο, το 477 π.Χ., πάλι με τη συμβουλή του Θεμιστοκλή, άρχισε η
οχύρωση και η ανάδειξη του Πειραιά, που αντικατέστησε το λιμάνι του Φαλήρου,
αυτή τη φορά με προσοχή και χωρίς βιασύνη.
Η πολιτική
που ακολούθησε ο Θεμιστοκλής εξασφάλισε στην Αθήνα ναυτική υπεροχή και οδήγησε
στην ίδρυση της Συμμαχίας της Δήλου.
Η Συμμαχία
είχε σκοπό την απελευθέρωση των ιωνικών πόλεων από τον περσικό ζυγό και
υποχρέωνε τους σύμμαχους που δεν συμμετείχαν με στρατό ή στόλο στον κοινό αγώνα
εναντίον των Περσών να καταβάλλουν χρήματα.
Μάλιστα η
πρώτη εισφορά καθορίστηκε από τον Αριστείδη που ακολούθησε στο ζήτημα αυτό την
πολιτική γραμμή του Θεμιστοκλή. Η Συμμαχία της Δήλου επέτρεψε την απόλυτη
κυριαρχία της Αθήνας στο Αιγαίο.
Στην Αθήνα
σύντομα επικράτησε η φιλοσπαρτιατική αριστοκρατική μερίδα και ο Θεμιστοκλής
παραμερίστηκε. Παρά τη σύνεσή του ο Θεμιστοκλής έχασε την εμπιστοσύνη των
Αθηναίων, που τον κατηγόρησαν ότι έκανε σφάλματα και παρεκτροπές.
Το 471 π.Χ.
ο Θεμιστοκλής εξοστρακίστηκε επειδή κάποιοι τον φθονούσαν και άλλοι επειδή
φοβόντουσαν ότι με την υπεροχή του θα κινδύνευε η δημοκρατία εξαιτίας του.
Ενόσω ο
Θεμιστοκλής ζούσε εξόριστος στο Άργος, οι Σπαρτιάτες, είτε από φθόνο γιατί είχε
δοξαστεί στη Σαλαμίνα, είτε από εκδίκηση γιατί τους ξεγέλασε και έχτισε παρά τη
θέλησή τους τείχη στην Αθήνα, είτε για να μετριάσουν τη ντροπή που έφερε στη
Σπάρτη η προδοσία του στρατηγού τους Παυσανία, για τον οποίο έλεγαν ότι είχε
συμμαχήσει με τους Πέρσες, είτε από ειλικρίνεια για το καλό των Ελλήνων,
κατηγόρησαν τον Θεμιστοκλή ότι ήταν συνεννοημένος με τον Παυσανία.
Ο
Θεμιστοκλής όμως, είτε γιατί η κατηγορία ήταν αληθινή, είτε γιατί πίστευε ότι η
δίκη ήταν στημένη, έφυγε κρυφά από το Άργος. Πήγε στην Κέρκυρα, από εκεί
κατέφυγε στον Άδμητο, τον βασιλιά των Μολοσσών και από κει πέρασε τη Μακεδονία
ώσπου κατέληξε στην Αυλή του βασιλιά της Περσίας Αρταξέρξη, ο οποίος ανέβηκε
στο θρόνο το 465 π.Χ., μετά τη δολοφονία του Ξέρξη.
Λέγεται ότι
ο Θουκυδίδης είχε πει αγανακτισμένος ότι οι Αθηναίοι συνηθίζουν να βαριούνται
να τους ευεργετεί για πολύ καιρό ο ίδιος άνθρωπος.
Πάντως, ο
Αρταξέρξης χάρηκε πολύ όταν βρέθηκε στα χέρια του ο μεγάλος ήρωας της Σαλαμίνας
και τον δέχθηκε με περισσή ευγένεια λέγοντας: "Μακάρι οι Έλληνες να
διώχνουν πάντα έτσι τους καλύτερους ανθρώπους τους"...
Ο βασιλιάς
έκανε μεγάλες τιμές στον Θεμιστοκλή και του παραχώρησε τα εισοδήματα τριών
πόλεων της Μικράς Ασίας, της Λαμψάκου, της Μυούντας και της Μαγνησίας, όπου ο
Θεμιστοκλής τελικά εγκαταστάθηκε.
Η παράδοση
αναφέρει ότι όταν επαναστάτησε η Αίγυπτος, ο Αρταξέρξης ζήτησε από τον
Θεμιστοκλή τη συνδρομή του στην καταστολή της επανάστασης, αλλά ο Θεμιστοκλής
αρνήθηκε να στραφεί ενάντια στα ελληνικά συμφέροντα και από την άλλη δεν ήθελε
να δείξει αχαριστία στο βασιλιά της Περσίας.
Έτσι
προτίμησε να πιει αίμα ταύρου ή κάποιο άλλο δηλητήριο και να θέσει τέρμα στη
ζωή του (σύμφωνα όμως με τον Θουκυδίδη, ο Θεμιστοκλής πέθανε ύστερα από
ασθένεια).
Όταν ο
Αρταξέρξης έμαθε το θάνατό του, θαύμασε τη φιλοπατρία του. Προς τιμήν του
Θεμιστοκλή, στήθηκε λαμπρό μνήμα έξω από τα τείχη της Μαγνησίας και ανδριάντας
του στην αγορά.
Η σορός του
μεταφέρθηκε κρυφά (σ.σ. τραγικό για τον μεγαλύτερο ήρωα της αρχαίας Αθήνας...)
στον Πειραιά, όπου οι Αθηναίοι έκαναν έναν τάφο από ευγνωμοσύνη για τις μεγάλες
υπηρεσίες που είχε προσφέρει στην Ελλάδα και ιδιαίτερα στην Αθήνα.
Ο
Θεμιστοκλής αναμφίβολα υπήρξε ένας διορατικός πολιτικός και ένας μεγαλοφυής
ηγέτης που ενδυνάμωσε το δημοκρατικό πολίτευμα της Αθήνας, κατέστησε την Αθήνα
πρώτη ναυτική δύναμη στη Μεσόγειο και απάλλαξε την Ελλάδα από την περσική
απειλή, παρότι συναντούσε συνεχώς αντιδράσεις στην εφαρμογή των σχεδίων του.
Κατά τον
Πλούταρχο, ο Θεμιστοκλής υπήρξε ο κύριος συντελεστής της σωτηρίας της Ελλάδας.
Ο προσωπικός του θρίαμβος, η ναυμαχία της Σαλαμίνας, αποτελεί καμπή στους
περσικούς πολέμους και μία από τις σπουδαιότερες ναυτικές συγκρούσεις στην
ιστορία.
ΠΗΓΗ : (defencenet)